Η δολοφονία του 19χρονου Άλκη Καμπανού στη Θεσσαλονίκη, η φρικιαστική ιστορία με το 7χρονο παιδί στην Κυψέλη, συμμορίες νέων ανθρώπων που επιτίθενται σε συνομήλικους και φυσικά οι δεκάδες γυναικοκτονίες. Τα τελευταία χρόνια τα περιστατικά ακραίας βίας φαίνεται να έχουν πυκνώσει και η αγριότητα που υπάρχει εκεί έξω, ή και «εδώ μέσα», να βαίνει κλιμακούμενη.

Μιλώντας στο tvxs.gr η Σοφία Βιδάλη, καθηγήτρια Εγκληματολογίας και Αντεγκληματικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, εξηγεί πως υπάρχει ένα νήμα που συνδέει όλα αυτά τα εγκλήματα και εξηγεί την αγριότητα τους. Υπογραμμίζει ακόμα την ανάγκη για πιο περισσότερη έρευνα πάνω στα εγκλήματα, έρευνα που, αντίθετα με ό, τι συμβαίνει τώρα, πρέπει με πολιτική πρωτοβουλία να υποστηριχθεί με αξιόπιστα στοιχεία.

«Ως μεμονωμένα περιστατικά, τα παραδείγματα που αναφέρετε είναι προφανώς ξεχωριστά εγκλήματα και ως τέτοια επιλαμβάνονται για αυτά η Αστυνομία και οι δικαστικές Αρχές. Ωστόσο, ως ζητήματα που απασχολούν την κοινωνία, φαίνεται να συνδέονται με ορισμένες συνθήκες που είναι ορατές για μακρύ χρονικό διάστημα πριν την διάπραξη των συγκεκριμένων ή παρόμοιων με αυτά εγκλημάτων. Σήμερα βλέπουμε το αποτέλεσμα διεργασιών και κοινωνικών σχέσεων που έχουν γίνει πολλά χρόνια πίσω αλλά παραμένουν προς ανάλυση και διερεύνηση», επισημαίνει η κα. Βιδάλη.

Τί έχει αλλάξει με τη βία;

Τα διαφορετικά μεταξύ τους εγκλήματα φαίνεται να συνδέονται κατ’ αρχάς με όρους ηλικιακούς.

«Ένα στοιχείο που είναι κοινό σε αυτές τις υποθέσεις προς το παρόν είναι η ηλικία δραστών και θυμάτων. Έχουμε να κάνουμε με εκείνο το κομμάτι του πληθυσμού που ενηλικιώθηκε την τελευταία 20ετία», σημειώνει η καθηγήτρια.

«Όσα γνωρίζουμε από τη βιβλιογραφία και την έρευνα, αλλά και τα γεγονότα της τελευταίας διετίας μας δείχνουν ότι στο διάστημα αυτό σταδιακά η εγκληματικότητα άλλαξε ποιοτικά και βλέπουμε ότι οδηγείται σε μια εξαγρίωση, υπό την έννοια όχι μόνον τους κλασσικού ειδεχθούς εγκλήματος, αλλά και υπό την έννοια του εγκλήματος για “ασήμαντη αφορμή”. Δηλαδή για ζητήματα που με την κοινή λογική δεν φθάνει κάποιος στη δολοφονία», παρατηρεί.

«Ταυτόχρονα βλέπουμε τώρα μια μεγάλη έκταση διαπροσωπικής βίας ιδίως σε βάρος γυναικών και παιδιών που συναρτώνται με την απαξίωση του άλλου ως ανθρώπου: Το παράδειγμα των γυναικοκτονιών,  των βιασμών, κακοποιήσεις ανηλίκων που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, αλλά και υποθέσεις όπως δολοφονίες ανθρώπων που δεν είχαν σχέση μεταξύ τους, επιθέσεις συμμοριών σε σχολεία, και βέβαια τόσο η οπαδική βία, όσο και η ακροδεξιά δείχνουν ότι υπάρχει μια τέτοια μεταβολή που πρέπει να μας απασχολεί και επίσης ‘ότι οι εμπλεκόμενοι είναι στην συντριπτική πλειονότητα νέοι. Τα χαρακτηριστικά της περιόδου αυτής οδηγούν σε εξαγρίωση της εγκληματικότητας. Έτσι προκύπτει η τρέχουσα μορφή βίας να αφορά την νεολαία, με την ευρύτερη έννοια», προσθέτει η κα. Βιδάλη.

Η μητροπολιτική βία, «ομπρέλα» των σύγχρονων εγκλημάτων

Εκτός από τα χρονικά, ηλικιακά χαρακτηριστικά, η βία του σήμερα προσεγγίζεται και με τον όρο της «μητροπολιτικής βίας». Η κα. Βιδάλη εξηγεί: «Η μητροπολιτική βία δεν είναι μόνο, όπως συχνά νοείται, οι συγκρούσεις με την αστυνομία που συμβαίνουν συνήθως στα κέντρα των μεγάλων πόλεων, εκεί που χτυπά η καρδιά της κρατικής εξουσίας και της εμπορικής ζωής. Γύρω από αυτά τα κέντρα υπάρχουν κι άλλες περιοχές στις οποίες οικοδομούνται αυτόνομοι κόσμοι. Ό, τι συμβαίνει σε αυτούς τους κόσμους συνδέεται και με τα τεκταινόμενα στο οικείο κέντρο της Μητρόπολης. Το τί συμβαίνει π.χ. στο Μενίδι και το Αιγάλεω βρίσκεται σε συνάρτηση με το τί γίνεται στον δήμο της Αθήνας».

Πώς λοιπόν επιδρούν οι συνθήκες ζωής στις σύγχρονες μητροπόλεις και οδηγούν σε βίαιες συμπεριφορές; «Είναι κρίσιμο να δούμε κατά πόσο οι άνθρωποι που ζουν στις μητροπόλεις έχουν προσαρμοστεί επιτυχώς και έχουν αποδεχθεί τον τρόπο ζωής που αυτές επιβάλλουν. Και συχνά ο τρόπος αυτός βιώνεται ως απάνθρωπος. Οι άνθρωποι περνούν ένα σοκ τόσο όταν έρχονται σε επαφή με τις σύγχρονες μητροπόλεις όσο και όταν υποβάλλονται σε ραγδαίες μεταβολές στο πλαίσιο αυτό. Ακόμα και άτομα που μεγαλώνουν μέσα στις μητροπόλεις αλλά σε προστατευτικά περιβάλλοντα, όπως συχνά είναι η ελληνική οικογένεια, βιώνουν αυτό το σοκ γιατί τα μηνύματα που λαμβάνουν από το σπίτι τους βρίσκονται συχνά σε μεγάλη αντίφαση με το τί βλέπουν στον έξω κόσμο ή ακόμα και στην τηλεόραση και τα κοινωνικά δίκτυα. Το σοκ είναι ακόμα εντονότερο εάν οι πράξεις των ατόμων που λειτουργούν ως πρότυπα, γονείς, εκπαιδευτικοί κτλ, δεν συνάδουν με τις συμβουλές που δίνουν στα νεαρότερα άτομα. Για να διαχειριστεί λοιπόν το σοκ αυτό βγαίνοντας στην κοινωνία, ένας άνθρωπος νεαρής ηλικίας είναι πιθανό να καταφύγει σε βίαιες συμπεριφορές. Αυτός είναι ο μηχανισμός που οδηγεί για παράδειγμα στην οπαδική βία ή τις διαπροσωπικές σχέσεις ακραίας βίας που έχουμε δει να συμβαίνουν τελευταία», απαντά η καθηγήτρια.

Όμως ο μητροπολιτικός τρόπος ζωής δεν αφορά μόνο όσους ζουν στις μητροπόλεις. Η κα. Βιδάλη θεωρεί ότι δημιουργώντας πρότυπα που διαδίδονται μέσα από τα ΜΜΕ και το διαδίκτυο, αυτός ο τρόπος ζωής ουσιαστικά επιβάλλεται σε ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού και δη των νέων ανθρώπων. Σαν παράδειγμα αναφέρει πως ακόμα και κάποιος που ζει σε ένα απομακρυσμένο από κάποιο αστικό κέντρο χωριό γίνεται δέκτης του μητροπολιτικού τρόπου ζωής που παράγεται π.χ στο κέντρο της Θεσσαλονίκης ή της Αθήνας.

«Θέλω να σταθώ ιδιαίτερα στη σημασία των προτύπων που παράγει και τείνει να επιβάλει ο μητροπολιτικός σύγχρονος τρόπος ζωής. Οι νέοι άνθρωποι δεν παρασύρονται σε βίαιες συμπεριφορές, αλλά ανταποκρίνονται στα πρότυπα αυτά. Συνεπώς διαφωνώ με ορισμένους συναδέλφους που κάνουν λόγο για “παθογένεια”. Η έννοια της παθογένειας υπονοεί πως η κοινωνία δεν αποδέχεται ένα φαινόμενο ως δικό της παράγωγο αλλά το θεωρεί ως ένα είδος ασθένειας την οποία αναζητά τρόπους να περιορίσει – “θεραπευσει”. Εδώ δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Για παράδειγμα τρομάζουμε από την οπαδική βία αλλά έχουμε αποδεχτεί την ύπαρξη των ΠΑΕ με τη σημερινή τους μορφή και λειτουργία», υποστηρίζει η καθηγήτρια εγκληματολογίας.

Η κοινωνία βάζει «τρικλοποδιά»

Ως μία από τις αιτίες της κλιμάκωσης της βίας, η καθηγήτρια στο Πάντειο υπογραμμίζει την αντίφαση μεταξύ στα πρότυπα που καλλιεργεί η κοινωνία και τα ελλειπέστατα εφόδια που παρέχει στα άτομα προκειμένου να προσεγγίσουν αυτά τα πρότυπα.

«Η κοινωνία μας ζητά να είμαστε κάπως, ας πούμε “Α”, αλλά δε μας παρέχει κανένα εφόδιο για να γίνουμε “Α”, ή έστω κάτι κοντά σε αυτό. Η συνθήκη αυτή γεννά σύγκρουση. Τέτοιου είδους εφόδια δίνουν οι θεσμοί, όπως για παράδειγμα το σχολείο, που παράγουν αξίες. Οι αξίες αυτές  δυστυχώς σήμερα απαξιώνονται. Έχει απαξιωθεί η γνώση υπέρ της κατάρτισης, η σταθερή εργασία υπέρ της ευέλικτης, τα δικαιώματα στο όνομα της οικονομικής ανάπτυξης. Το γεγονός για παράδειγμα ότι εν τοις πράγμασι έχει καταργηθεί το 8ωρο δεν είναι ένα τεχνικό ζήτημα αλλά αφορά στο πώς το άτομο κατανέμει τον χρόνο στη ζωή του, κατά πόσο προλαβαίνει να αναπτύξει σχέσεις, να σκεφτεί, να υπάρξει με όρους σχετικής ηρεμίας», σημειώνει η κα. Βιδάλη.

Τί έχει αλλάξει στην ενδοοικογενειακή βία

Καθώς η κα. Βιδάλη εντάσσει και τα εγκλήματα όπως οι γυναικοκτονίες ή οι κακοποιήσεις ανηλίκων στη μητροπολιτική βία ενώ παρόμοιες μορφές βίας υπήρχαν και παλιότερα, της ζητήσαμε να μας εξηγήσει αν και τί έχει αλλάξει.

«Η ελληνική Πολιτεία ασχολήθηκε επισταμένα με την παραβατικότητα εγκληματικότητα στο κέντρο της Αθήνας αλλά άφησε στο απυρόβλητο το τί συνέβαινε μέσα στα σπίτια μας. Οι εγκληματολόγοι είχαμε εγκαίρως κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου αλλά δυστυχώς δεν εισακουστήκαμε. Και τώρα δεν προλαβαίνουμε να μετράμε γυναικοκτονίες και κακοποιήσεις ή και δολοφονίες ανηλίκων», λέει και συμπληρώνει: «Τέτοιες συμπεριφορές σαφώς και υπήρχαν στις παραδοσιακές κοινωνίες, όμως τώρα τις βλέπουμε να εξελίσσονται σε πιο άγριες. Η αλλαγή που έχει συντελεστεί είναι ότι δεν υπάρχει πλέον μηχανισμός διαμεσολάβησης που στο παρελθόν παρείχαν συγγενείς, γείτονες, ο δάσκαλος κτλ. Δεν υπάρχει πλέον το “πήγαινε μίλησέ του” ή το “μην ανησυχείς, θα του μιλήσω εγώ”. Έτσι μένει μια αγριότητα η οποία συνδέεται και με το πρότυπο του “macho man” ή του πατέρα-αφέντη, του νταή που έχει επιστρέψει για τα καλά. Καλλιεργείται μια επιστροφή σε παραδοσιακούς τύπους σχέσεων ανάμεσα στα φύλα και η ιδέα του περίκλειστου γάμου».

Η ανάγκη για αξιόπιστα στοιχεία που δεν παρέχει η Πολιτεία

Τί μπορούμε να κάνουμε ως κοινωνία απέναντι σε όλο αυτό το πλέγμα βίας; «Ως κοινωνία που βιώνει την άγρια βία αυτά τα τελευταία χρόνια, δεν μπορούμε να αρκεστούμε στο έργο της Αστυνομίας και της Δικαιοσύνης. Οι θεσμοί αυτοί κάνουν τη δουλειά τους με βάση το οπλοστάσιο που τους δίνει ο νόμος, όμως δεν απαντούν στις αιτίες που γεννούν τις ιδιαίτερα βίαιες συμπεριφορές. Για παράδειγμα η δημόσια συζήτηση σχετικά με τη δολοφονία του Άλκη Καμπανού δεν μπορεί να περιορίζεται γύρω από το τί έκαναν 4, 10 ή 12 δράστες. Οφείλουμε να αναζητήσουμε τις αιτίες», απαντά κατ’ αρχάς η κα. Βιδάλη.

«Σε αυτή την προσπάθεια, η ευθύνη αφορά και εμάς τους επιστήμονες. Όμως για να κάνουμε τη δουλειά μας χρειαζόμαστε στοιχεία που δυστυχώς δεν μας δίνονται. Η καταγραφή της Αστυνομίας αποσκοπεί στην αξιολόγηση της δικής της απόδοσης και όχι στην παροχή του απαραίτητου υλικού για έρευνα. Για παράδειγμα μπορεί να ανακοινώνει πως καταγράφηκαν 1000 ανθρωποκτονίες για το 2020, αλλά δεν δίνει αναλυτικά στοιχεία που θα επιτρέψουν την σκιαγράφηση των κοινωνικών χαρακτηριστικών των δραστών και των θυμάτων, των μεταξύ τους σχέσεων, των συνθηκών ζωής κλπ. Ειδικά για τα θύματα, δεν έχουμε καθόλου στοιχεία», τονίζει.

«Τέτοιου είδους στοιχεία παρέχονταν σε ένα βαθμό παλιότερα από την Στατιστική Υπηρεσία αλλά όχι πλέον. Το σύστημα αξιόπιστων στατιστικών στοιχείων έχει διαλυθεί. Το σύστημα αυτό τείνει να αντικατασταθεί από τους λεγόμενους δείκτες αντίληψης για το έγκλημα, τη διαφθορά κτλ, οι οποίοι είναι από επιστημονική σκοπιά εξαιρετικά αμφισβητούμενοι», συνεχίζει η κα. Βιδάλη. Ποιός πρέπει λοιπόν να πάρει πρωτοβουλία;

«Εδώ τίθεται σαφώς ζήτημα πολιτικής ευθύνης. Έχω την αίσθηση ότι οι πολιτικοί μας, είτε δεν γνωρίζουν τί πρέπει να γίνει, είτε απλά δε θέλουν να προχωρήσουμε προς την κατεύθυνση της ανάδειξης των αιτίων της βίας», απαντά.

«Εάν ο πολίτης δεν έχει τη δυνατότητα ενημέρωσης από ένα αξιόπιστο σύστημα για τα χαρακτηριστικά της τρέχουσας εγκληματικότητας, τότε θα σχηματίσει άποψη είτε από προσωπική εμπειρία, είτε από στόμα σε στόμα και φήμες, είτε από τα ΜΜΕ. Και αυτό όχι μόνο οδηγεί εύκολα σε διαμόρφωση στρεβλής εικόνας, αλλά υποσκάπτει την όποια προσπάθεια κάνουμε ως κοινωνία να καταλάβουμε και στη συνέχεια να περιορίσουμε την βία και την εγκληματικότητα», καταλήγει η κα. Βιδάλη.