Η αναγνώριση, από την Ρωσία, των κρατικών οντοτήτων – οι αυτοαποκαλούμενες Λαϊκές Δημοκρατίες του Ντονιέτσκ και του Λουγκάνσκ – του Ντονμπάς στην Ανατολική Ουκρανία, το βράδυ της Δευτέρας, ήταν η κατάληξη της πρώτης φάσης του ουκρανικού εμφυλίου πολέμου, η οποία κράτησε 8 χρόνια, από τον Απρίλιο του 2014. Οι εξελίξεις τρέχουν με μεγάλη ταχύτητα και το μέλλον είναι άδηλο. Προς το παρόν, ας ξεκαθαρίσουμε κάποια βασικά πράγματα σε ό,τι αφορά στο παρελθόν μιας περιοχής, η οποία, αν και έχει και ελληνικό στοιχείο, είναι εν πολλοίς άγνωστη στην Ελλάδα.

Ένας λαός

Αυτό που πρέπει να ληφθεί υπόψην  καταρχήν, είναι ότι, στην περίπτωση της Ρωσίας, της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας, μιλάμε για τον ίδιο λαό. Είναι χαρακτηριστικό, ότι και οι τρεις διεκδικούν ως πολιτιστικό, ιστορικό και εθνοτικό «λίκνο» τους την μεσαιωνική  Κιέβσκαγια Ρους, που προέκυψε από την συμμαχία σλαβικών φυλών και άκμασε από τα τέλη του 9ου μέχρι τα μέσα του 13ου αιώνα.

Το ενδιαφέρον είναι ότι έχουν και οι τρεις δίκιο.

Κατά τη μέγιστη επέκτασή του στα μέσα του 11ου αιώνα απλωνόταν από τη Βαλτική Θάλασσα στο βορρά μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα στο νότο, και από τις πηγές του Βιστούλα στα δυτικά μέχρι τη χερσόνησο Ταμάν (σημερινό Κρασνοντάρ, στη Ρωσία) στα ανατολικά, συνενώνοντας την πλειοψηφία των ανατολικών σλαβικών φυλών. Ωστόσο, το κομμάτι της ιστορίας που μας ενδιαφέρει εδώ για την κατανόηση της ουκρανικής κρίσης είναι κάμποσους αιώνες νεότερο.

Η ιδεολογική ρίζα της σύγκρουσης

Ο πλούτος της ουκρανικής γης δημιούργησε την ισχυρή αστική τάξη της πόλης και του χωριού – οι τελευταίοι είναι γνωστοί και ως κουλάκοι – η οποία, μετά την Επανάσταση του Οχτώβρη το 1917 προέβαλε σθεναρή, ένοπλη αντίσταση στην αναδιανομή της γης στους αγρότες. Την περίοδο της κολεκτιβοποίησης επιδόθηκαν σε ανοιχτό πόλεμο με την σοβιετική εξουσία, εμποδίζοντας τη συγκομιδή των δημητριακών, καταστρέφοντας μηχανές, πυρπολώντας κολχόζνικη (συνεταιριστική) περιουσία, εξοντώνοντας ζωικό κεφάλαιο, υπονομεύοντας την σπορά και τον θερισμό.

Ουσιαστικά, η ένοπλη δράση αντεπαναστικών σχηματισμών που εφορμούσαν από τα απέραντα ουκρανικά δάση, δεν σταμάτησε καθ΄ όλη τη διάρκεια των δύο πρώτων μεταπαναστατικών δεκαετιών. Είναι χαρακτηριστικό, ότι από τα τέλη του 1929 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’30, πραγματοποίησαν 1.800 τρομοκρατικές ενέργειες κατά στελεχών της σοβιετικής εξουσίας, αλλά και προβεβλημένων συνεταιρισμένων αγροτών.

Ο ιδεολογικός μανδύας αυτή της αντεπαναστατικής δράσης ήταν ο εθνικισμός, ο οποίος προέβαλλε την ταξική αφετερία της ύπαρξής του ως «εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα» κατά της «σοβιετικής κατοχής» της χώρας, όπου με το «σοβιετική» συνόψιζαν – εντελώς αβάσιμα και αυθαίρετα – τους μπολσεβίκους και τους Ρώσους… ως «ένα».

Είναι λοπόν εντελώς εξηγήσιμο, ότι στη ναζιστική επίθεση στην ΕΣΣΔ τον Ιούνιο του 1941, το κουλάκικο, εθνικιστικό, αντισοβιετικό στοιχείο, (νόμιζε ότι) βρήκε την ευκαιρία για την ιστορική του ρεβάνς.

Τα ματωμένα χνάρια του ουκρανικού εθνικισμού

Η συνέχεια είναι μια ατελείωτη σειρά αίματος και βαρβαρότητας. Η πιο εμβληματική οργάνωση του ουκρανικού εθνικισμού – και αργότερα ναζισμού – ήταν η UPA, του γνωστού Ουκρανού ναζί, Στεπάν Μπαντέρα, η οποία αποτελούσε τον ένοπλο βραχίονα της «Οργάνωσης των Ουκρανών Εθνικιστών» (OUN). Γι’ αυτό και οι αντιφασίστες μαχητές του Ντονμπάς από το 2014 χαρακτηρίζουν τα φασιστικά τάγματα και την ουκρανική Εθνοφυλακή ως «μπαντερικούς». Η OUN δημιουργήθηκε το 1929 στην δυτική Σοβιετική Ουκρανία για να σαμποτάρει την νεοσύστατη ΕΣΣΔ.

Μεταξύ του 1934 και του 1938 αποτέλεσε το βασικό κατασκοπευτικό δίκτυο των ναζί κατά την προετοιμασία της επίθεσής τους στην Πολωνία. Από την πρώτη στιγμή της φασιστικής επίθεσης στην ΕΣΣΔ, η OUN ανέπτυξε ευρεία υπονομευτική δράση στα μετόπισθεν του Κόκκινου Στρατού, επιχειρώντας μάλιστα να προκαλέσει και ένοπλες εξεγέρσεις, έτσι ώστε να απασχολήσει πολύτιμες δυνάμεις και να αποδυναμώσει την άμυνα ενάντια στη φασιστική πολεμική μηχανή.

Ταυτόχρονα, τμήματά της βρίσκονταν στην εμπροσθοφυλακή της φασιστικής επίθεσης, έχοντας αναλάβει τον ρόλο του «εκκαθαριστή» της αντίστασης και του οργανωτή της κατοχικής εξουσίας σε κάθε πόλη και χωριό που έπεφτε στα χέρια των ναζί.

Μάλιστα η κατοχική αστυνομία ήταν οργανωμένη και επανδρωμένη από τους Ουκρανούς ναζί. Η UPA ξεκίνησε την ένοπλη δράση της το 1943 στην κατεχόμενη Σοβιετική δημοκρατία της Ουκρανίας, στο πλευρό των ναζί και εναντίον των Ουκρανών παρτιζάνων που μάχονταν τους κατακτητές, καθώς και εναντίον των καταδρομέων του Κόκκινου Στρατού. Τουλάχιστον το 46% της ηγεσίας της οργάνωσης υπηρετούσε σε διάφορους σχηματισμούς των SS και της Γκεστάπο.

Από τα μέσα του 1946 η οργάνωση προσπάθησε να έρθει σε επαφή με τις γαλλικές, βρετανικές και αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες και από το 1948 υποστηριζόταν από την CIA στο πλαίσιο της επιχείρησης «Αεροντινάμικ», μία από τις πολλές μυστικές επιχειρήσεις εναντίον της ΕΣΣΔ που ξεκίνησε το 1948 με την κωδική ονομασία CARTEL και στρατολογούσε ντόπιους πρώην συνεργάτες των ναζί. Αν και τυπικά η οργάνωση σταμάτησε τη δράση της το 1949, ωστόσο, μικρές ομάδες δρούσαν ακόμη και μέχρι το 1956. Το 1944 υπολογίζεται ότι είχε στις γραμμές της μέχρι και 20.000 ένοπλους.

Ατέλειωτος είναι ο κατάλογος των θυμάτων μεταξύ του άμαχου πληθυσμού, τόσο στην κατεχόμενη Ουκρανία, όσο και την κατεχόμενη Πολωνία. Πλήθος τα καμένα χωριά, τα καμένα σχολειά και πολιτιστικά κέντρα και οι κτηνώδεις βασανισμοί.

Πρωταγωνιστικός ήταν ο ρόλος της στην «εκκαθάριση» των Ουκρανών και Πολωνών Εβραίων. Ενδεικτικό της εγκληματικής και προδοτικής της στάσης ήταν η διάσημη σφαγή του Βολίν. Πρόκειται για την σφαγή άμαχου πολωνικού, – αλλά και ουκρανικού – πληθυσμού στην περιοχή Βολίν της σημερινής βορειοδυτικής Ουκρανίας, όπου, από τον Μάρτιο έως και το τέλος του Καλοκαιριού του 1943, η OUN – UPA εξόντωσε περισσότερους από 40.000 άμαχους, εξαφανίζοντας από τον χάρτη ολόκληρα χωριά.

Φυσικά, η OUN – UPA συμμετείχε ενεργά και στο Ολοκαύτωμα των Εβραίων της Ουκρανίας, με αποκορύφωμα τις θηριωδίες και τις μαζικές εκτελέσεις στο κατεχόμενο Λβοβ καθόλη την διάρκεια της κατοχής του, από το 1941 μέχρι και το 1944. Είναι χαρακτηριστικό, ότι από τους 135.000 Εβραίους της πόλης και της περιοχής τον Ιούλιο του 1941, οπότε και καταλήφθηκε από τους ναζί, δεν απέμειναν περισσότεροι από 2.000 άνθρωποι την στιγμή της απελευθέρωσης του Λβοβ από τον Κόκκινο Στρατό τον Ιούλιο του 1944.

Το ναζιστικό πογκρόμ στο Ντονμπάς

Οι ναζί και οι Ουκρανοί φίλοι τους επιδόθηκαν σε ανάλογοες θηριωδίες και στο Ντονμπάς. Σύμφωνα με συντηρητικούς υπολογισμούς, κατά τους επτά μήνες της ναζιστικής κατοχής του Λουγκάνσκ και της διοικητικής περιοχής Βοροσίλοφσκαγια, εξοντώθηκαν τουλάχιστον 100.000 άμαχοι, ανάμεσα τους γυναικόπαιδα και ηλικιωμένοι, ενώ τουλάχιστον 60.000 άνθρωποι στάλθηκαν για καταναγκαστική εργασία στην Γερμανία. Οι 10.000 από αυτούς ήταν μόνο από το Λουγκάνσκ.

Ταυτόχρονα, από την πρώτη στιγμή της κατοχής, οι κομματικές και νεολαιιστικες κομμουνιστικές οργανώσεις μπήκαν στο χτίσιμο της Αντίστασης.

Σε όλη τη διάρκεια της κατοχής, δρούσαν στα δάση του Ντονμπάς παρτιζάνικα τμήματα – προσφέροντας ανεκτίμητο χρόνο για την ανασυγκρότηση και αντεπίθεση του Κόκκινου Στρατού – ενώ θρυλική είναι η δράση και η θυσία των νέων κομμουνιστών της αντιστασιακής οργάνωσης «Νέα Φρουρά», με πάνω από 100 αγόρια και κορίτσια να βασανίζονται αγρίως και να κομματιάζονται με  ιδιαίτερο σαδισμό, ακόμη και για τα φασιστικά δεδομένα, από τους ναζί και τους Ουκρανούς συνεργάτες τους.

Τα μνημεία της Αντιφασιστικής Νίκης είναι διάσπαρτα στην Ουκρανική ύπαιθρο και η μνήμη της ναζιστικής κατοχής είναι ζώσα, κυρίως στο Ντονμπάς. Αυτό ας το κρατήσουμε διότι είναι επίσης σημαντικό για να ερμηνεύσουν όσα συμβαίνουν σήμερα.

Η παρακμή της μετασοβιετικής Ουκρανίας

Ντονμπάς αποκαλείται η γεωγραφική περιοχή που απλώνεται κατά το μεγαλύτερο μέρος της στην ανατολική Ουκρανία και κατά ένα μικρότερο μέρος στον ρωσικό νότο. Μεγάλα οικονομικά κέντρα της περιοχής είναι οι πόλεις Ντονιέτσκ και Λουγκάνσκ με τις ομώνυμες διοικητικές περιφέρειές τους.

Πλούσιο σε πρώτες ύλες και σε εύφορη γη, το Ντονμπάς εξελίχθηκε ήδη από τον 18ο αιώνα σε πρώιμο βιομηχανικό κέντρο, στη βάση των τεράστιων αποθεμάτων άνθρακα, για να μετατραπεί σε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα της βαριάς βιομηχανίας της Σοβιετικής Ένωσης, με μεγάλες υποδομές μεταλλουργίας, χημικής βιομηχανίας, εξόρυξης και επεξεργασίας άνθρακα, κατασκευής μηχανημάτων, υλικών οικοδομής, αλλά και αγροτικής βιομηχανίας.

Η μετασοβιετική Ουκρανία σήμανε και το τέλος της οικονομικής άνθησης του Ντονμπάς, οι βιομηχανίες του οποίου, μαζί με το σύνολο της βιομηχανικής υποδομής της χώρας, έπεσαν θύματα ενός τεράστιου, ληστρικού κύματος ιδιωτικοποίησης, με καμία πρόβλεψη για διασφάλιση εργασιακών θέσεων, σχέσεων και μισθών.

Είναι  χαρακτηριστικό, ότι μέσα σε λιγότερα από τρία χρόνια, από το 1992 έως το 1994, ιδιωτικοποιήθηκαν με αυτόν τον τρόπο 12.000 επιχειρήσεις σε όλη τη χώρα.

Η καπιταλιστική παλινόρθωση και η ηγεμονία της «ελεύθερης αγοράς», οδήγησε τους Ουκρανούς σε μαζική εξωτερική και εσωτερική μετανάστευση προς αναζήτηση μεροκάμματου, ερημώνοντας την επαρχία.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ουκρανικού υπουργείου Οικονομικών, ο πληθυσμός της χώρας την 1η Ιανουαρίου του 1990 ήταν 54,94 εκατομμύρια άνθρωποι, ενώ την 1η ιανουαρίου του 2021, απέμειναν 41,59 εκατομμύρια.

Η εξήγηση για την παραπάνω πληθυσμιακή αιμορραγία είναι απλή: Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, το 2015, το ακαθάριστο ετήσιο εισόδημα ενός Ουκρανού πολίτη ήταν 7.450 δολάρια, ποσό μικρότερο από αυτό ενός κατοίκου  του Ιράκ, της Μογγολίας, της Αλβανίας και 109 άλλων χωρών.

Η ιστορική ρεβάνς του ουκρανικού εθνικισμού

Η λαϊκή δυσαρέσκεια για την παρατεταμένη και εντεινόμενη φτώχεια σε αντίθεση με τον μεγάλο πλούτο των ολιγαρχών αλλά και για το μέγεθος της διαφθοράς στις κρατικές δομές, οδήγησαν προς τα τέλη του 2013, σε μαζικές διαδηλώσεις.

Η απροθυμία του τότε Ουκρανού προέδρου Γιανουκόβιτς να βάλει την χώρα σε «μνημόνιο» και, συνεπώς, να δέσει την Ουκρανία στην ΕΕ, το ΔΝΤ και – προοπτικά – στο ΝΑΤΟ, σε συνδυασμό με την αδυναμία του να απαντήσει στα λαϊκά προβλήματα, αλλά και τις προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις και την Αριστερά, όλης της γκάμας, να έχουν εν πολλοίς και όχι εντελώς άδικα, ταυτιστεί με τη διακυβέρνηση Γιαννουκόβις – κυρίως σε σχέση με την φιλική προδιάθεσή του προς την Μόσχα – ήταν μερικές από τις βασικές αιτίες και αφορμές πάνω στις οποίες, το τμήμα της ουκρανικής ολιγαρχίας που τα συμφέροντά του εξυπηρετούνταν από την Δύση, ανέλαβε την πρωτοβουλία των κινήσεων.

Αιχμή του δόρατος αυτών των κινήσεων ήταν η χρήση εθνικιστικών και ανοιχτά νεοναζιστικών, ένοπλων συμμοριών, οι οποίες κυριάρχησαν στις πλατείες, έστειλαν τον κόσμο έντρομο στα σπίτια του και προχώρησαν σε ένα ιδιότυπο πραξικόπημα, στις 18 – 23 Φεβρουαρίου, γνωστό και ως «Ευρω-μαϊντάν» – από τις λέξεις Ευρώπη, εννοώντα ΕΕ και το όνομα της κεντρικής πλατείας του Κιέβου – που εκδίωξε τον Γιανουκόβιτς. Ενεργό ρόλο σε εκείνα τα γεγονότα έπαιξε και η πρεσβεία των ΗΠΑ στο Κίεβο.

Η ιστορική ρεβάνς των «μπαντερικών» ήταν γεγονός. Αυτό που ακολούθησε ήταν ένα αντιρωσικό, αντκομμουνιστικό, εθνικιστικό πογκρόμ, με δημόσια λιντσαρίσματα, κακοποιήσεις, βανδαλισμούς σε σοβιετικά μνημεία, τραμπούκικες επιθέσεις σε αριστερές οργανώσεις, κόμματα, συνδικάτα, κινήματα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, φορείς για τα δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας κλπ.

Για το Ντονμπάς – και όχι μόνο – όπου κάθε οικογένεια έχει τουλάχιστον έναν νεκρό για την Αντιφασιστική Νίκη, οι ναζιστικοί χαιρετισμοί στο κέντρο του Κιέβου και τα ναζιστικά σύμβολα στους δρόμους, ήταν αρκετές αποδείξεις για το τι ακριβώς συμβαίνει.

Το κατάλαβαν ακόμη καλύτερα στις 23 Φεβρουαρίου 2014, όταν η Βερχόβνα Ράντα – η ουκρανική Βουλή – κατάργησε μια σειρά προηγούμενων νόμων, μεταξύ άλλων και το γλωσσικό καθεστώς του κράτους. το αποτέλεσμα ήταν η ρωσική γλώσσα να χάσει το καθεστώς της επίσημης, δεύτερης γλώσσας τη στιγμή που επισήμως μιλιέται από το 17% του πληθυσμού και ανεπισήμως… από όλους. Να σημειωθεί εδώ, ότι ακολούθησαν ακόμη τρεις νόμοι εναντίον της ρωσικής γλώσσας, με τελευτείο το 2019.

Η λαϊκή απάντηση και η έναρξη του εμφυλίου

Έτσι, ως απάντηση σε αυτήν την κατάσταση, άρχισαν μαζικές συγκεντρώσεις σε όλη τη Νοτιοανατολική Ουκρανία, ενώ, στην Κριμαία, διεξήχθη δημοψήφισμα στις 16 Μαρτίου, αποτέλεσμα του οποίου ήταν η ένωση της χερσοννήσου με τη Ρωσία στις 18 Μαρτίου.

Στις 6 και 7 Απριλίου, στο Ντονμπάς, μετά από αρκετές εβδομάδες μαζικών διαδηλώσεων με αίτημα τη διενέργεια δημοψηφίσματος για την ομοσπονδιοποίηση της χώρας – που θα έδινε τη δυνατότητα μερικής αυτονομίας τουλάχιστον σε ζητήματα όπως η γλώσσα – με το Κίεβο να απαντά με βία η οποία, τελικά, οδήγησε σε ανοιχτή εξέγερση της Νοτιοανατολικής Ουκρανίας.

Η εξέγερση εξελίχθηκε σε ένοπή αντιπαράθεση, με τους  υποστηρικτές της ομοσπονδιοποίησης να αποκτούν τον έλεγχο στις πόλεις και τις περιφέρειες του Λουγκάσκ και του Ντονιέτσκ.

Ο εμφύλιος είχε ξεκινήσει. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΟΗΕ, πριν την πρόσφατη αναζωπύρωση, τα συνολικά θύματα μεταξύ του άμαχου πληθυσμού ξεπερνούν τις 13.000.

Δύο μεγάλες στρατιωτικές επιχειρήσεις του Κιέβου για την καταστολή της εξέγερσης, το 2014 και το 2015, οδηγήθηκαν σε παταγωδη αποτυχία, αφήνοντας πίσως τους χιλιάδες άμαχους νεκρούς, με αποτέλεσμα, το ιστορικό μίσος του ντόπιου πληθυσμού, να φουντώσει από νέα τεκμήρια.

Την Άνοιξη του 2015, το Κίεβο υιοθετεί ένα μεγάλο πακέτο νόμων για την πλήρη αποκομμουνιστικοποίηση – αποσοβιετοποίηση του κράτους. Μεταξύ άλλων, αναγνωρίζονται οι Ουκρανοί συνεργάτες των ναζί στον πόλεμο ως «ήρωες» της «απελευθέρωσης» της Ουκρανίας από την ΕΣΣΔ, δίνονται συντάξεις σε όσους ζουν ακόμη και ποινιποιούνται τα κομμουνιστικά και σοβιετικά σύμβολα, προχωρώντας σε απαγορεύσεις κομμάτων και οργανώσεων.

Η διαδικασία του Μινσκ

Στις 5 Σεπτεμβρίου 2014, στο ξενοδοχείο President της Λευκορωσικής πρωτεύοσας, υπογράφεται το Πρωτόκολλο του Μινσκ (Συμφωνία του Μινσκ), το οποίο προέβλεπε κατάπαυση του πυρός στο έδαφος των περιοχών του Ντονιέτσκ και του Λουγκάσκ. Το Πρωτόκολλο υπεγράφη από την Ρωσία, την Ουκρανία και τους εκπροσώπους των ΛΔ του Ντονμπάς.

Παρά την υπογραφή του πρωτοκόλλου, οι εχθροπραξίες στην ανατολική Ουκρανία συνεχίστηκαν, κυρίως με ευθύνη του Κιέβου, το οποίο θεωρούσε κατά περίπτωση την εξέγερση ως «τρομοκρατική δράση» και «ρωσική κατοχή». Στα μέσα Ιανουαρίου 2015, ουσιαστικά, η συμφωνία δεν τηρούνταν.

Στις 11 – 12 Φεβρουαρίου 2015 υπογράφεται η  Δεύτερη Συμφωνία του Μινσκ για την ειρηνική διευθέτηση του πολέμου. Η συμφωνία υτπογράφεται από τους ηγέτες της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ουκρανίας και της Ρωσίας (γνωστή και Νορμανδική Τετράδα), τον ΟΑΣΕ και των μη αναγνωρισμένων, ακόμη τότε ΛΔ του Ντονιέτσκ και του Λουγκάσκ. Λίγο αργότερα, οι συμφωνίες του Μινσκ εγκρίθηκαν με ειδικό ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.

Ούτε αυτό βοήθησε όμως. Από την υπογραφή των συμφωνιών του Μινσκ, δεν έχει εφαρμοστεί ούτε ένα σημείο τους. Η Ρωσία κατηγορεί την Ουκρανία ότι σαμποτάρει το πολιτικό μέρος των συμφωνιών του Μινσκ (που προβλέπει την υιοθέτηση από το ουκρανικό Σύνταγμα και σε μόνιμη βάση, του ειδικού καθεστώτος αυτονομίας στο Ντονμπάς, αμνηστία και τοπικές εκλογές).

Η Ουκρανία στην πράξη απαιτούσε την επιστροφή στο προ του 2014 καθεστώτος του Ντονμπάς και, μαζί με τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρούν την ένοπλη σύγκρουση στο Ντονμπάς ως εκδήλωση της «ρωσικής επιθετικότητας».

Η μέχρι και την Δευτέρα επίσημη απάντηση της Μόσχας ήταν ότι πρόκειται για μια εσωτερική σύγκρουση στην οποία η Ρωσία είναι ένα από τα μεσολαβητικά μέρη μεταξύ των ουκρανικών αρχών και των μη αναγνωρισμένων δημοκρατιών.

Πίσω όμως και από τις δύο αιτιάσεις, κρύβεται η σύγκρουση Ρωσίας – Δύσης για την επέκταση του ΝΑΤΟ στην ανατολική Ευρώπη και το σαμποτάρισμα του ενεργειακού ελέγχου της Ρωσίας σε ολόκληρη την Ευρώπη. Οδηγώντας, τελικά, στην αναγνώριση των ΛΔ του Ντονμπάς, από την Μόσχα.

ΠΗΓΗ