Αίσθηση προκάλεσε τις τελευταίες ημέρες η έρευνα του ΕΚΠΑ στα λύματα της Ψυττάλειας τα ευρήματα της οποίας αποκάλυψαν εντυπωσιακή αύξηση έως και 60% στη χρήση αντικαταθλιπτικών, αντιψυχωσικών ακόμα και κοκαϊνης το διάστημα Μάρτιος του 2019 έως Νοέμβριος του 2021.

Μιλώντας στο tvxs.gr ειδικοί στον κλάδο της ψυχιατρικής, φωτίζουν ενδιαφέροντα σημεία της έρευνας εξηγώντας τους λόγους που τόσοι Έλληνες κατέφυγαν στη χρήση ουσιών.

Σύμφωνα με την έρευνα

► η χρήση της κοκαΐνης παραμένει από το καλοκαίρι του 2020 σε υψηλό δεκαετίας, καταγράφοντας αύξηση γύρω στο 60% από το 2019 και αφορά περίπου το 2% του πληθυσμού της Αττικής.

► Στα αντιψυχωσικά, παρατηρήθηκε μεγάλη αύξηση στο διάστημα της μεγάλης οικονομικής κρίσης το ‘14 και το ‘15 και στη συνέχεια τον Μάρτιο του 21 παρατηρήθηκε μία αύξηση της τάξης του 58% σε σχέση με τον Μάρτιο του ‘19.

► Όσον αφορά στα αγχολυτικά, από το Νοέμβριο του ‘20 μέχρι το Νοέμβριο του ‘21, παρατηρήθηκε μία επιπλέον αύξηση στη χρήση τους κατά 36% (κυρίως βενζοδιαζεπινών, με την οξαζεπάμη να είναι πρώτη). Η χρήση των αγχολυτικών αυξάνει από τον Νοέμβριο έως τον Μάρτιο και στη συνέχεια μειώνεται.

«Το αποτύπωμα της πανδημίας»

Σημειώνεται ότι ενώ τα αντικαταθλιπτικά λειτουργούν κατά της κατάθλιψης, στρες, τα αντιψυχωτικά φάρμακα χρησιμοποιούνται κυρίως για αντιμετώπιση συμπτωμάτων ψύχωσης (σχιζοφρένεια , σχιζοσυναισθηματική διαταραχή κ.α.), διπολικής διαταραχής, την ψυχωτικής κατάθλιψης κτλ.

Εκείνο που ανησυχεί τον δρ. Ψυχιατροδικαστικής Ε.Κ.Π.Α. και Πρόεδρος της ΕΠΑΨΥ Γιώργο Τζεφεράκο και εξηγεί στο Tvxs.gr, δεν είναι τόσο η κατανάλωση αυτή καθαυτή, αλλά περισσότερο η αιτιολογία της αυξημένης κατανάλωσης. «Η αύξηση στην κατανάλωση ψυχοτρόπων ουσιών και φαρμάκων, είτε αντιψυχωσικών, είτε αγχολυτικών, είτε αντικαταθλιπτικών αποτυπώνει την επίπτωση τόσο της πανδημίας όσο και των περιοριστικών μέτρων στην ψυχική υγεία όλων» αναφέρει. Σημειώνει ωστόσο ότι «δεν μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα σχετικά με την αύξηση ψυχωσικών συμπτωμάτων μόνο από τις μετρήσεις στα λύματα».

Έντονοι περιορισμοί και κλείσιμο

Δεδομένης, της περιόδου που εξετάζει η έρευνα, παρατηρείται μια περιοδικότητα στην αύξηση της χρήσης ουσιών ειδικά τους χειμερινούς μήνες. «Φαίνεται να υπάρχει μια εποχικότητα στις διαταραχές, άρα και στην έξαρση των συμπτωμάτων ιδίως των καταθλιπτικών κατά τη διάρκεια των χειμερινών μηνών. Αν η ερώτηση συνδέεται με τις μετρήσεις, θα έλεγα ότι αυτό σχετίζεται με την επιβολή πιο έντονων περιορισμών, την αύξηση του φόβου της μόλυνσης, το μεγαλύτερο «κλείσιμο» αναφέρει ο κ. Τζεφεράκος.

Όταν ακόμα και το βράδυ της Ανάστασης του 2020 οι άνθρωποι καλούνε στη γραμμή υποστήριξης για να πουν απλά ένα «Χριστός Ανέστη», καθώς δεν γινόταν να πάνε στην εκκλησία, όπως μας περιγράφει ο επικεφαλής του Δικτύου Άργως Δρ. Κοινωνικής Πολιτικής Μενέλαος Θεοδωρουλάκης, τότε η αύξηση χρήσης αντικαταθλιπτικών είναι ερμηνεύσιμη.

Ωστόσο, δεν είναι μόνο αυτό, αλλά όπως υπογραμμίζει ο πρόεδρος της ΕΠΑΨΥ μπορούν βέβαια να υπάρχουν και νευροβιολογικοί παράγοντες που σχετίζονται με την εποχιακότητα των διαταραχών.

Χαμηλά διεθνώς η Ελλάδα στη χρήση κοκαϊνης

Σχετικά με την χρήση κοκαΐνης, σύμφωνα με τον δρ. Ψυχιατρικής και ιδρυτή της  «ομπρέλα – Νευροεπιστήμες & Ψυχική Υγεία» Ορέστη Γιωτάκο, «το ποσοστό χρήσης της κοκαΐνης φαίνεται μεν μεγάλο, αλλά μάλλον είναι αληθινό, αλλά συγκριτικά με άλλες χώρες είναι μάλλον μικρό»

Μια πρώτη εξήγηση που το θεωρεί «μικρό» είναι ότι «στις αναλύσεις λυμάτων περιλαμβάνονται όχι μόνο κοκαΐνη, αλλά και λοιπές διεγερτικές ουσίες (αμφεταμινοειδη, έκσταση, κλπ)». Επιπλέον, ο δρ. Ορέστης Γιωτάκος μας παραπέμπει στις σχετικές εκθέσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας όσον αφορά την χρήση κοκαΐνης, στις οποίες η Ελλάδα βρίσκεται πολύ πιο κάτω από πολλές άλλες χώρες όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά και παγκοσμίως (βλέπε πίνακα).

Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να υπάρχει ανησυχία για αύξηση του φαινομένου στην Ελλάδα. Φυσικά συμβάλλουν διάφοροι παράγοντες, όπως η ιδιοσυγκρασία κτλ, αναφέρει ο κ. Γιωτάκος αλλά ανάμεσα σε αυτούς ξεχωρίζει τη διαθεσιμότητα των ουσιών καθώς όπως λέει «το παράξενο είναι ίσως η διαθεσιμότητα αυτών των ουσιών σε περιόδους καραντίνας, γεγονός που δείχνει ότι το δίκτυο διανομής λειτουργεί καλά». Έτσι, όπως παρατηρεί, «είναι πιθανόν να εφαρμόζεται πλέον όλο και περισσότερο και στην Ελλάδα η διανομή μέσω του dark web».

Πράγματι το ζήτημα της διαθεσιμότητας και αυξημένης χρήσης θα ήταν πολύ σημαντικό να εξεταστεί αν συνδέεται με αυξημένη συνταγογράφηση, παρατηρεί ο Γιώργος Τζεφεράκος. Όπως εξηγεί ο ίδιος, «η αυξημένη συνταγογράφηση των φαρμάκων θα μας έδειχνε με πιο σαφή τρόπο την εμφάνιση κάποιας διαταραχής (καταθλιπτικής, ψυχωσικής, αγχώδους) ή την υποτροπή της. Υπάρχει πιθανότητα οι άνθρωποι να ωθήθηκαν στη λήψη φαρμάκων και ουσιών από την ανάγκη τους για αυτό-θεραπεία, από τη δυσκολία τους να αναζητήσουν την βοήθεια ειδικού, από την αγωνία τους να βρουν έναν τρόπο να νιώσουν καλά».

Πάντως, όπως παρατηρεί ο ίδιος, με βάση τη διεθνή βιβλιογραφία, αλλά και την εμπειρία βλέπουμε και θα βλέπουμε αύξηση της ψυχολογικής δυσφορίας, η οποία όμως, όπως υπογραμμίζει «δεν μπορεί σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με υπερ-συνταγογράφηση και με λήψη φαρμάκων χωρίς την συμβουλή ειδικού». Ο ίδιος τονίζει ότι οποιαδήποτε διαταραχή μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά στα πλαίσια μιας ολοκληρωμένης βιοψυχοκοινωνικής φροντίδας. «Ευελπιστώ ότι ο παν-δημικός χαρακτήρας αυτής της φυσικής καταστροφής, που ξεπερνά σύνορα και πολιτισμικά φράγματα, θα αποτελέσει την θρυαλλίδα της θεμελίωσης ενός δημόσιου δικτύου ψυχοκοινωνικής φροντίδας» αναφέρει.

Σημειώνεται εδώ, ότι ππορεί κανείς να ενημερωθεί είτε από πρωτοβουλίες φορέων, όπως η ΕΠΑΨΥ, το δίκτυο ΑΡΓΩΣ, είτε από καμπάνιες όπως η “I care for my Brain” στις οποίες παρουσιάζονται πολλές σχετικές επιστημονικές απόψεις στο συνέδριο «Φροντίζοντας τον Εγκέφαλο» που γίνεται στο πλαίσιο της «Εβδομάδας Ενημέρωσης για την Εγκέφαλο».

Ο ένας στους δύο πρώτη φορά ζητάει βοήθεια

Σχετικά με την αύξηση της χρήσης των αντικαταθλιπτικών φαίνεται ότι έχει παράλληλη πορεία με την τάση πολλών να αναζητήσουν ψυχολογική ή ψυχιατρική βοήθεια στη διάρκεια τη καραντίνας. Είναι γεγονός ότι το χρονικό διάστημα 4/4/2020-31/12/2021 η Τηλεφωνική Γραμμή Ψυχοκοινωνικής Υποστήριξης 10306 δέχτηκε 400.000 κλήσεις. Το εντυπωσιακό είναι ότι το 50% εξ’ αυτών που ανέφεραν στρες ή κατάθλιψη δεν είχαν ποτέ ξανά επαφή με ψυχολόγο ή ψυχίατρο στο παρελθόν. «Ο αριθμός αυτός από μόνος του είναι αποστωμοτικός» για τον Πρόεδρο του Δικτύου ΑΡΓΩΣ Μενέλαο Θεοδωρουλάκη όταν ερωτήθηκε να εξηγήσει την αύξηση χρήσης αντικαταθλιπτικών.

«Δυστυχώς, στην κοινωνία μας υπάρχουν και μοναχικοί άνθρωποι και υπερήλικες και ευάλωτοι που βρέθηκαν αποκλεισμένοι την περίοδο του λοκντάουν» αναφέρει στο ο δρ. Θεοδωρουλάκης, εξηγώντας πως αυτό οφείλεται «είτε γιατί είχανε πνευμονολογικά προβλήματα -οποιαδήποτε έξοδος από το σπίτι δεν ήταν απλώς στο πλαίσιο της κοινωνικής αποστασιοποίησης αλλά της επιβίωσης- είτε γιατί είχαν κάποιο ψυχιατρικό πρόβλημα το οποίο εστίαζε στη προστασία από μικρόβια, στη προστασία από συγχρωτισμό από άλλους ανθρώπους κτλ και δεκαπλασιάστηκε η έντασή του είτε γιατί δεν είχαν κανέναν να μιλήσουν επί εβδομάδες».

Μπορεί κανείς να πάρει μια ιδέα συνανθρώπων που ζορίστηκαν ψυχολογικά στην πανδημία μέσα από ένα ιδιαίτερο podcast με μερικές από τις εμπειρίες των στελεχών της Ε.Ψ.Υ.Κ.Α. από τη συμμετοχή τους στη γραμμή τηλεφωνικής υποστήριξης για τον κορωνοϊό 10306, σε συνεργασία με το ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης.

Υπάρχει σύνδεση βίας και αντιψυχωσικών;

Η αλήθεια είναι ότι ο κορονοϊός, όπως και άλλες φυσικές καταστροφές, συνδέεται με μια ανησυχητικά μεγάλη αύξηση στα φαινόμενα ενδοοικογενειακής βίας, αναφέρει ο πρόεδρος της ΕΠΑΨΥ, υπογραμμίζοντας ότι ο ΟΗΕ έχει υπολογίσει ότι τρεις μήνες lock down ισοδυναμούν σε επιπλέον 15 εκατ. περιστατικά έμφυλης βίας παγκοσμίως. Ωστόσο, ανάμεσα στις αιτίες μπορούν να είναι μεταξύ άλλων η αύξηση της ψυχολογικής δυσφορίας και η κατανάλωση ουσιών.

Συγκεκριμένα, οι αιτιολογικοί παράγοντες της ενδοοικογενειακής βίας, όπως εξηγεί ο  Γιώργος Τζεφεράκος «περιλαμβάνουν, τα περιοριστικά μέτρα, τη μη δυνατότητα των θυμάτων να έχουν πρόσβαση σε υποστηρικτικούς φορείς και υπηρεσίες έτσι ώστε να λάβουν έγκαιρα βοήθεια, την αύξηση της ψυχολογικής δυσφορίας και της κατανάλωσης αλκοόλ και ψυχοτρόπων ουσιών, την αποδυνάμωση των ήδη διάτρητων υποστηρικτικών δομών και πλαισίων, την οικονομική δυσπραγία-αβεβαιότητα με την επιδείνωση της οικονομικής εξάρτησης, την ανεργία και το στρες».

Ωστόσο, όπως εξηγεί ο Γιώργος Τζεφεράκος, δεν υπάρχει μια σαφής σύνδεση βίας και ουσιών καθώς «δεν υπάρχουν δεδομένα που να συνδέουν την χρήση αντιψυχωσικών με μεγαλύτερο κίνδυνο βίαιης συμπεριφοράς». Γι’ αυτό κατά τον ίδιο θα πρέπει να αναζητήσουμε τις γενεσιουργούς αιτίες της ενδοοικογενειακής βίας και σε άλλες παραμέτρους που συνδέονται περισσότερο με κοινωνικά, και αξιακά πρότυπα.

ΠΗΓΗ