Σε κατάσταση απελπισίας έχουν περιέλθει δεκάδες χιλιάδες καταναλωτές με φόντο την εκτόξευση των τιμολογίων ηλεκτρικής ενέργειας, με τους περισσότερους να δηλώνουν αδυναμία να ανταποκριθούν στους υπέρογκους λογαριασμούς ρεύματος.

Την ίδια στιγμή, νομικοί αλλά και ενώσεις καταναλωτών ετοιμάζουν μαζικές αγωγές κατά των ιδιωτικών παρόχων ηλεκτρικής ενέργειας καταγγέλλοντας συγκεκριμένους όρους των συμβάσεων που συνάπτουν, οι οποιοι φέρεται να οδηγούν σε παράνομες χρεώσεις. Ήδη το ΙΝΚΑ-Γενική Ομοσπονδία Καταναλωτών Ελλάδας κατέθεσε συλλογική αγωγή αναφορικά με ζήτημα της ρήτρας αναπροσαρμογής, το οποίο έχει ήδη ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων.

Παράλληλα, άνθρωποι που γνωρίζουν τα δεδομένα αναφορικά με την αγορά ενέργειας σημειώνουν ότι δεν είναι αυτή η μοναδική “ύποπτη” χρέωση που βλέπουμε στους λογαριασμούς μας. Παράλληλα επισημαίνουν πως υπάρχουν συγκεκριμένα βήματα που μπορούν να κάνουν οι καταναλωτές προκειμένου να αντιδράσουν, καθώς σε αρκετές περιπτώσεις οι εταιρίες προχωρούν σε αλλαγή των όρων των συμβολαίων αλλάζοντας τις προβλεπόμενες χρεώσεις.

Αδιαφανείς οι διαδικασίες σχετικά με τη ρήτρα αναπροσαρμογής

Μιλώντας στο tvxs.gr για το ζήτημα ο νομικός σύμβουλος της Ένωσης Καταναλωτών – Η Ποιότητα Της Ζωής (ΕΚΠΟΙΖΩ), Βίκτωρας Τσιαφούτης, αναφέρεται αρχικά στη ρήτρα αναπροσαρμογής σημειώνοντας:  “Στις μακροχρόνιες συμβάσεις συχνά τα δεδομένα αλλάζουν. Κατά συνέπεια σε αρκετές περιπτώσεις απαιτείται μια αναπροσαρμογή της σύμβασης με βάση τα νέα δεδομένα. Εδώ έχουμε λοιπόν την προμήθεια ενός αγαθού, το κόστος του οποίου για τον προμηθευτή αλλάζει ακόμη και μέρα με τη μέρα. Επομένως είναι εύλογο ο προμηθευτής να μετακυλίει τις διακυμάνσεις του κόστους στον καταναλωτή. Αυτό συμβαίνει για παράδειγμα στην περίπτωση των δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο ή των ασφαλίστρων στις ιδιωτικές ασφαλίσεις υγείας. Η αναπροσαρμογή λοιπόν με μια πρώτη ματιά δεν μπορεί να θεωρηθεί παράνομή, καθώς είναι λογικό να συμβαίνει. Το θέμα όμως είναι το πώς γίνεται αυτή η αναπροσαρμογή. Συγκεκριμένα, για να είναι νόμιμη πρέπει να βασίζεται σε εύλογα και αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία πρέπει να γνωρίζει εξ αρχής ο καταναλωτής. Για παράδειγμα, δεν μπορεί να αναπροσαρμόζει την τιμή της ενέργειας με βάση τον δείκτη του Dow Jones, καθώς δεν εχουν σχέση μεταξύ τους.  Θα πρέπει δηλαδή να την αναπροσαρμόζει με βάση το πραγματικό κόστος που προμηθεύεται την ενέργεια, ενώ κάτι τέτοιο προβλέπεται σαφώς στην σύμβαση”.

Συνεχίζοντας επισημαίνει πως  “διαπιστώσαμε δυστυχώς στις συμβάσεις που μελετήσαμε ότι οι παροχοι δεν ορίζανε με σαφή και διαφανή τρόπο την διαδικασία της αναπροσαρμογης”.

Παραπλάνηση καταναλωτών και αυθαίρετη αλλαγή των όρων της σύμβασης

Παράλληλα, ο κύριος Τσιαφούτης αναδεικνύει ακόμη μια πτυχή του ζητήματος αναφέροντας: “Υπάρχει ένα ακόμη πρόβλημα, για το οποίο δεν μιλάει κανείς. Συγκεκριμένα, αν δει κανείς τις διαφημίσεις των εταιρειών ενέργειας για την τιμολόγηση, θα διαπιστώσει πως εμφανίζεται ως χρέωση 0,06 ευρώ ανά κιλοβατώρα για τα κυμαινόμενα συμβόλαια. Σε ό,τι αφορά τα σταθερά συμβόλαια η χρέωση είναι πολύ ψηλότερη πάνω από 0,20 ευρώ. Αυτό συμβαίνει καθώς στην πραγματικότητα η  χρέωση δεν είναι 0,06 ευρώ. Οι εταιρείες στέλνουν στους καταναλωτές τον πρώτο λογαριασμό με αυτή την χρέωση και όταν τίθεται σε εφαρμογή η ρήτρα αναπροσαρμογής, αμέσως η τιμή εκτοξεύεται στο 0,22 ή ακόμη και 0,30”.

Προσθέτει δε πως “υπάρχουν και οι συμβάσεις σταθερού τιμολογίου, που έχουν άλλη φυσιογνωμία. Σε αυτές ο καταναλωτής επιλέγει να μην αναλάβει το ρίσκο της αύξησης του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας, καταβάλλοντας ως αντιστάθμισμα ένα πάγιο και πληρώνοντας με αυξημένες χρεώσεις σε σχέση με τα κυμαινόμενα. Ο προμηθευτής αντίστοιχα αναλαμβάνει τον κίνδυνο της αύξησης του κόστους προμήθειας, έχοντας όμως στη φαρέτρα του πολλά εργαλεία για να τον αντισταθμίσει, εργαλεία που φυσικά δεν διαθέτει ο καταναλωτής” αναφέρει ο κύριος Τσιαφούτης.

Ο ίδιος συνεχίζοντας τονίζει: “Με την τελευταία αυτή πρακτική τους οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας ανατρέπουν τελείως το θεμέλιο των συμβάσεων σταθερού τιμολογίου, μετατρέποντάς τα σε κυμαινόμενα και μετακυλίοντας έτσι πλήρως τον κίνδυνο στον καταναλωτή, ο οποίος είχε επιλέξει έναντι υψηλότερου αντιτίμου και παγίου να μην τον αναλάβει”.

“Πρόκειται για μία παντελώς παράνομη και καταχρηστική επέμβαση στη σύμβαση” διευκρινίζει ο κύριος Τσιαφούτης και προσθέτει: “Όροι που προβλέπουν τη μονομερή τροποποίηση των όρων της σύμβασης χωρίς σπουδαίο λόγο, ο οποίος να αναφέρεται ειδικά και συγκεκριμένα στη σύμβαση, είναι καταχρηστικοί. Επιπλέον, υπάρχουν όροι για τους οποίους δύσκολα μπορεί να δικαιολογηθεί η ύπαρξη σπουδαίου λόγου. Τέτοιοι όροι είναι οι όροι σταθερού τιμολογίου, όπου όλη η φυσιογνωμία της σύμβασης είναι η αρχική κατανομή των κινδύνων, η οποία αν αλλάξει αιφνιδιάζει τον καταναλωτή και ανατρέπει εις βάρος του την ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών”.

“Εξάλλου, δεν είναι και δυνατό να επικαλεστούν οι προμηθευτές σπουδαίο λόγο, όταν έχουν τη δυνατότητα να αντισταθμίζουν τις όποιες μεταβολές του κόστους προμήθειας. Πολύ δε περισσότερο από τη στιγμή που οι περισσότερες συμβάσεις συνάφθηκαν ενώ η τιμή της ενέργειας είχε ήδη εκτοξευθεί, πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία” συνεχίζει.

Η “ερμηνεία” του Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας και η ΡΑΕ σε ρόλο Πόντιου Πιλάτου

Τονίζει μάλιστα πως “προκειμένου δε να δικαιολογήσουν την πρακτική αυτή, οι προμηθευτές επικαλούνται κακότεχνες διατάξεις του Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας, τις οποίες παρερμηνεύουν. Ωστόσο, ο Κώδικας Προμήθειας δε δίνει το ελεύθερο στους προμηθευτές να τροποποιούν τόσο σημαντικούς όρους της σύμβασης χωρίς σπουδαίο λόγο και ούτε θα μπορούσε, αφού οι συμβατικοί όροι που προβλέπουν μονομερή τροποποίηση ελέγχονται σύμφωνα με τη νομοθεσία για την προστασία του καταναλωτή (άρθρο 2 Ν.2251/1994). Αντίθετα, θέτει περιορισμούς στο πώς ασκείται το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης. Δε ρυθμίζει δηλαδή το “γιατί” της τροποποίησης, αλλά το “πώς”. Προβλέπει δηλαδή υπό ποιες διαδικαστικές προϋποθέσεις θα πρέπει να γίνει μια τροποποίηση και τι υποχρεώσεις πρέπει να τηρήσουν οι προμηθευτές” λέει ο κύριος Τσιαφούτης.

Επιπλέον, αφήνει αιχμές κατά της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας κατηγορώντας την πως  “αν και είχε ενημερωθεί εγκαίρως, επιμένει πως οι προμηθευτές μπορούν να τροποποιούν μονομερώς τις συμβάσεις αρκεί να ενημερώνουν σχετικά τους καταναλωτές. Είναι απαραίτητο λοιπόν να υπάρξει εισήγηση προς το υπουργείο Ενέργειας προκειμένου να τροποποιηθούν οι διατάξεις του Κώδικα Προμήθειας για να αποφεύγονται τέτοιου είδους παρερμηνείες” υπογραμμίζει.

Η δυνατότητα αρνησης πληρωμής των αυθαίρετων χρεώσεων

Σε ότι αφορά με τους τρόπους αντιμετώπισης της κατάστασης εκ μέρους των καταναλωτών, μόλις πριν από λίγες μέρες ήρθε στο φως της δημοσιότητας η περίπτωση μιας επιχείρησης στις Σέρρες, η οποια έλαβε λογαριασμό 1440 ευρώ, όμως μετά την υποβολή ένστασης προς την εταιρεία-πάροχο το ποσό στους επόμενους λογαριασμούς μειώθηκε δραστικά στους επόμενους σε 26 και 3 ευρώ αντίστοιχα. Παρ’ όλα αυτά η εταιρεία παρότι παραδέχθηκε ότι υπήρχε καταχρηστική χρέωση, αρνήθηκε να επιστρέψει στον καταναλωτή το ποσό που προέκυψε με βάση αυτή, με αποτέλεσμα αυτός να κινείται πλέον νομικά εναντίον της.

Από τη μεριά του, ο κύριος Τσιαφούτης επισημαίνει σχετικά με το ζήτημα: “Έχω την αίσθηση πως μια απλή επιστολή εκ μέρους κάποιου καταναλωτή προς τον προμηθευτή με την οποία θα ζητάει να μην ισχύσουν κάποιες καταχρηστικές πρακτικές, όπως αυτές που περιγράψαμε παραπάνω, δεν θα έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Δε λέω προφανώς να μη γίνει κάτι τέτοιο, αλλά ο δικαστικός αγώνας είναι σε έναν βαθμό μονόδρομος. Μάλιστα, με μια ομαδική αγωγή μπορεί να επιμεριστεί το κόστος σε περισσότερα άτομα”.

Διευκρινίζει πάντως “σε αρκετές περιπτώσεις υπάρχει μεγάλος βαθμός δυσκολίας, καθώς για παράδειγμα η ρήτρα αναπροσαρμογής προβλέπεται στο όρους του συμβολαίου. Κατά συνέπεια, θα πρέπει το δικαστήριο να κρίνει πως ο συγκεκριμένος όρος είναι καταχρηστικός”.

Στην ερώτηση για το αν ένας καταναλωτής πρέπει να συνεχίσει να πληρώνει κανονικά, εφόσον διαπιστώνει καταχρηστικές χρεώσεις, ο κύριος Τσιαφούτης απαντά:  “Είναι ένα σύνθετο ζήτημα κατά την άποψή μου. Να ξεκαθαρίσουμε πως υπάρχουν δυο κατηγορίες καταναλωτών: αυτοί που έχουν την δυνατότητα να πληρώσουν και αυτοί που δεν έχουν. Όσοι έχουν την δυνατότητα καλό θα είναι να συνεχίσουν να πληρώνουν, ακόμη κι αν έχουν στείλει επιστολή προς τον προμηθευτή αμφισβητώντας κάποιες από τις χρεώσεις. Από την άλλη, είναι νόμιμο να μην πληρώσει κάποιος καταναλωτής εκείνο το ποσό  που θεωρεί πως δεν καλύπτεται από τη σύμβαση και το νόμο. Όχι ολόκληρο το ποσό δηλαδή που χρεώνεται, αλλά εκείνο το τμήμα που εκτιμά πως δεν δικαιολογείται. Κατά την προσωπική μου νομική άποψη, μπορεί να μην το αποδώσει μέχρι να λυθεί το ζήτημα δικαστικά”.

Αναφορικά με τους κινδύνους που ενδεχομένως να απορρέουν από μια τέτοια στάση ο κύριος Τσιαφούτης αναφέρει: “Θα μπορούσε να υπάρχει ένας όρος που να προβλέπει την διακοπή της παροχής ρεύματος. Από εκεί και πέρα όμως υπάρχουν κάποια σοβαρά ζητήματα. Το πρώτο έχει να κάνει με το γεγονός πως η ενέργεια αποτελεί κοινωνικό αγαθό, το οποίο εντάσσεται στις κοινωφελείς υπηρεσίες. Κατά συνέπεια, θα ήταν καταχρηστική η διακοπή του ρεύματος σε κάποιον που έχει αποστείλει επιστολή αμφισβητώντας ενός μέρος του ποσού που του καταλογίστηκε, ενώ έχει πληρώσει εκείνο το ποσό που θεωρεί δικαιο, περιμένοντας να κριθεί δικαστικά η υπόθεση. Την ίδια στιγμή, υπάρχει και η δυνατότητα κατάθεσης ασφαλιστικών μέτρων”.

“Θα πρέπει να σημειωθεί πως ειδικά για τις ευάλωτες ομάδες καταναλωτών απαγορεύεται η διακοπή ρεύματος λόγω ληξιπρόθεσμων οφειλών τις περιόδους Νοεμβρίου-Μαρτίου αλλά και Ιουλίου-Αυγούστου” προσθέτει.

Καταλήγοντας, ο κύριος  Τσιαφούτης λέει:  “Υπάρχει πλήρης αυθαιρεσία στον τρόπο που χειρίζονται τις χρεώσεις οι εταιρείες παροχής ενέργειας. Δυστυχώς όμως οφείλω να επισημάνω ότι βρίσκουν και τα κάνουν. Η ΡΑΕ είχε ξεκινήσει μια συζήτηση για το ζήτημα τον περασμένο Αύγουστο με πολύ φιλόδοξους στόχους για την προστασία των καταναλωτών, η οποία δυστυχώς κατέληξε σε πολύ φτωχά αποτελέσματα”.

ΠΗΓΗ