Από το «Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο» του Νίτσε. Αυτή η διαπίστωση, η χαμένη εμπιστοσύνη που δικαιολογημένα μας έχει κατακλύσει, έχει γίνει τελευταία ένα ποτάμι οργής που φουσκώνει και δεν φαίνεται να μπορούν να το συγκρατήσουν ούτε οι δυνάμεις ασφαλείας ούτε η επιστημονική κοινότητα ούτε φυσικά οι επικοινωνιολόγοι, που για να καλύψουν ένα λάθος πέφτουν σε άλλα μεγαλύτερα και πιο προκλητικά για το δημόσιο αίσθημα. Θυμάμαι και εκείνον τον άλλον άνθρωπο από το «Πέρα από το Καλό και το Κακό»: «Συμβαίνει συχνά σήμερα ένας άνθρωπος ήπιος, μετρημένος, επιφυλακτικός, να ξεσπάει ξαφνικά με μανία, να σπάζει τα πιάτα, να αναποδογυρίζει το τραπέζι, να φωνάζει, να λυσσά, να προσβάλλει τους πάντες – και στο τέλος να πηγαίνει στην άκρη, ντροπιασμένος, οργισμένος με τον εαυτό του – πού; γιατί; Για να πεθάνει της πείνας μόνος του; Για να πνιγεί στις αναμνήσεις του;».
Είναι μια εικόνα, μια αντίδραση που την παρατηρώ συχνά πια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ακόμα και οι πιο συγκροτημένοι άνθρωποι, αυτοί που πάντα ηρεμούσαν τα πνεύματα με την καλά ζυγιασμένη άποψή τους, θυμώνουν και δυσανασχετούν με την πορεία της πανδημίας και τη γενική κατάσταση του δημόσιου βίου.
Κωδικός: Φτάνει. Είναι ο κωδικός που θα θέλαμε να γράψουμε προς τους ιθύνοντες του τόπου. Αν υπήρχε, ίσως να καταλάβαιναν την έκταση που έχει πάρει στην κοινωνία ο θυμός. Πάνω από τους μισούς Ελληνες είναι αυτή τη στιγμή στη φτώχεια και την αβεβαιότητα. Δεν μπορούν να συντονιστούν με το κυβερνητικό πνεύμα των εορτασμών του 1821, το πνεύμα αυτό που θέλει να λανσάρει αποδομημένες φουστανέλες, φέσια και τσαρούχια. Μόνο με την ουσία της Επανάστασης μπορούν να ταυτιστούν, με το αίσθημα των απελπισμένων που λαχταρούν μια ελεύθερη ζωή. Οι φιέστες και οι φανφάρες εξοργίζουν, θυμώνουν, προκαλούν έναν λαό που δοκιμάζεται. Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο. Η πολιτική οφείλει να προσαρμόζεται στην ανθρώπινη φύση, όχι μόνο στην ανθρώπινη λογική. Να υπολογίζει τις πέτρες, το αίμα, το σίδερο και τη φωτιά από τα οποία είμαστε καμωμένοι.
Leave a comment