Έντονη ανησυχία επικρατεί στην Ευρώπη, έπειτα από την ανακοίνωση του Πούτιν την προηγούμενη εβδομάδα, ότι οι «μη φιλικές χώρες», δηλαδή όσες είχαν επιβάλλει κυρώσεις στη Ρωσία, συμπεριλαμβανομένων όλων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα πρέπει να πληρώσουν σε ρούβλια το ρωσικό φυσικό αέριο.

Ο Ρώσος πρόεδρος μάλιστα είχε τονίσει πως οι χώρες θα έπρεπε να διευθετήσουν το ζήτημα μέχρι τις 31 Μαρτίου. Ωστόσο, η Μόσχα προχώρησε σε μια «υπαναχώρηση» σήμερα, αφού το Κρεμλίνο ανακοίνωσε πως το μέτρο δεν θα εφαρμοστεί άμεσα, αλλά θα πρέπει να υπάρξει μια σταδιακή μετάβαση στο νέο καθεστώς αποπληρωμής.

Η συγκεκριμένη ανακοίνωση θεωρήθηκε ως μια προσπάθεια να ενισχυθεί το ρούβλι, το οποίο έχει καταρρεύσει έναντι άλλων νομισμάτων από τότε που η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, πριν από περίπου ένα μήνα.

Η ανησυχία όμως συνεχίζεται, ενώ ο πρόεδρος της Δούμας Βιάτσεσλαβ Βολόντιν άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο η πληρωμή σε ρούβλια να ισχύσει και για τις εξαγωγές πετρελαίου, σιτηρών, μετάλλων, λιπασμάτων, άνθρακα και ξυλείας.

Ενδεικτικό της κατάστασης αποτελεί το γεγονός ότι η Γερμανία ενεργοποίησε σήμερα το πρώτο επίπεδο σχεδίου έκτακτης ανάγκης για την διαχείριση της προμήθειας φυσικού αερίου, στο πλαίσιο προετοιμασίας για την διατάραξη ή τον τερματισμό της ροής φυσικού αερίου από την Ρωσία, η οποία μετά τις δυτικές κυρώσεις, είχε ζητήσει να το φυσικό αέριο που εξάγεται στην ΕΕ να πληρώνεται σε ρούβλια.

Η Ρωσία αποτελεί τον μεγαλύτερο εξαγωγέα φυσικού αερίου στον κόσμο όσον αφορά την ποσότητα, αντιπροσωπεύοντας σχεδόν το ήμισυ των εισαγωγών της ΕΕ το 2021. Για τη Γερμανία, τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, το ποσοστό αυτό ανήλθε στο 55% πέρυσι, ενώ όσον αφορά προϊόντα πετρελαίου από τη Ρωσία, το ποσοστό είναι ξανά υψηλό.

Παρόλο που οι εισαγωγές της Γερμανίας από τη Ρωσία μειώθηκαν στο 40% το πρώτο τρίμηνο του 2022, ο υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ δήλωσε ότι η χώρα δεν πρόκειται να επιτύχει πλήρη ανεξαρτησία από τις ρωσικές προμήθειες πριν το 2024, ενώ αυτή τη στιγμή, τα αποθέματα του φυσικού αερίου βρίσκονται στο 25%.

Πριν από περίπου μια εβδομάδα, ο Όλαφ Σολτς δήλωσε ακόμη ότι «μια διακοπή της εισαγωγής ενέργειας από τη Ρωσία δεν είναι εφικτή από τη μία μέρα έως την άλλη», ενώ προειδοποίησε ότι «με βεβιασμένες κινήσεις ωστόσο η Γερμανία θα κινδύνευε με σοβαρή ύφεση και θα απειλούνταν εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας».

O Χάμπεκ τόνισε επίσης σε δημοσιογράφους στο Βερολίνο πως θα δημιουργηθεί μια «αίθουσα κρίσεων» στο υπουργείο, αποτελούμενη από μέλη του υπουργείου, της ρυθμιστικής αρχής της χώρας και του ιδιωτικού τομέα, ενώ όπως είπε, η ενεργοποίηση του πρώτου επιπέδου συναγερμού ήταν «προληπτικό» μέτρο και αποσκοπούσε στη διασφάλιση της προμήθειας καυσίμων.

Τρια επίπεδα συναγερμού

Το Σχέδιο Εκτακτης Ανάγκης του Βερολίνου για το φυσικό αέριο προβλέπει τρία επίπεδα συναγερμού.

Το πρώτο επίπεδο, που ενεργοποίησε σήμερα η γερμανική κυβέρνηση, εφαρμόζεται όταν υπάρχουν ενδείξεις ότι είναι πιθανόν να υπάρξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης στις προμήθειες φυσικού αερίου. Το δεύτερο επίπεδο σημαίνει συναγερμό όταν η διατάραξη της προμήθειας ή η εξαιρετικά υψηλή ζήτηση επηρεάζουν την συνήθη ισορροπία, αλλά μπορεί να υπάρξει διόρθωση χωρίς παρέμβαση.

Το τρίτο επίπεδο αποτελεί κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης και ενεργοποιείται όταν τα μέτρα της αγοράς δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τις ελλείψεις. Στο επίπεδο αυτό, η ρυθμιστική αρχή του δικτύου, η Bundesnetzagentur, καλείται να αποφασίσει με ποιον τρόπο θα διανεμηθούν τα υπάρχοντα αποθέματα πετρελαίου στην χώρα.

Ποιος θα επηρεαστεί πρώτος;

Αν η Γερμανία δεν διασφαλίσει επαρκή προμήθεια φυσικού αερίου, η πρώτη που θα πληγεί θα είναι η βιομηχανία, που αντιστοιχεί στο ένα τέταρτο της γερμανικής ζήτησης.

«Αυτό σημαίνει ότι χάνεται βιομηχανική παραγωγή, χάνονται εφοδιαστικές αλυσίδες», δήλωσε ο Λέοναρντ Μπίρνμπάουμ, διευθύνων σύμβουλος του ενεργειακού ομίλου E.ON στο δίκτυο ARD. «Το βέβαιο είναι ότι μιλάμε για πολύ μεγάλες απώλειες».

Τα νοικοκυριά θα έχουν προτεραιότητα έναντι της βιομηχανίας, ενώ τα νοσοκομεία, τα κέντρα φροντίδας και άλλα ιδρύματα του δημοσίου τομέα με ειδικές ανάγκες θα είναι τα τελευταία που θα πληγούν από την έλλειψη φυσικού αερίου.

Ποια είναι τα προβλήματα

Η Μόσχα ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα, όπως προαναφέρθηκε, την θέσπιση μηχανισμού μέχρι τις 31 Μαρτίου στο πλαίσιο του οποίου οι «μη φιλικές» προς το Κρεμλίνο χώρες, όσες έχουν επιβάλει κυρώσεις κατά της Ρωσίας για την επίθεση στην Ουκρανία, θα πληρώνουν σε ρούβλια για την αγορά ρωσικού φυσικού αερίου. Το μέτρο αφορά την Γερμανία και τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες μέχρι σήμερα πληρώνουν σε δολάρια.

Ο Ρόμπερτ Χάμπεκ από την πλευρά του, έχει απορρίψει την ρωσική απαίτηση λέγοντας ότι τα συμβόλαια θα εφαρμοσθούν με τους όρους που προβλέπουν, ενώ στην ίδια γραμμή κινήθηκε και ο Γάλλος πρόεδρος Εμάνουελ Μακρόν. Άλλωστε, το αίτημα απορρίφθηκε και από την ομάδα των G7.

Οι μεγαλύτεροι γερμανοί πελάτες της Ρωσίας είναι οι Uniper, RWE και VNG της EnBW, που έχουν μακράς διάρκειας συμβόλαια.

Την ίδια ώρα, η κριτική για τη στάση της Γερμανίας αλλά και συνολικά της ΕΕ είναι έντονη, καθώς συνεχίζει να χρηματοδοτεί τη Ρωσία. Όπως αναφέρει η Deutsche Welle, από τις 24 Φεβρουαρίου, η ΕΕ έχει καταβάλει 21 δισεκατομμύρια ευρώ για εισαγωγές ορυκτών καυσίμων από τη Ρωσία, συμβάλλοντας έτσι στη χρηματοδότηση του πολέμου.

Διαχειρίσιμη η διακοπή προμήθειας ρωσικού φυσικού αερίου;

Τον Μάρτιο, μια ομάδα μελετητών από τη Γερμανική Εθνική Ακαδημία Επιστημών Leopoldina υπολόγισε ότι οι επιπτώσεις μιας βραχυπρόθεσμης διακοπής της προμήθειας ρωσική φυσικού αερίου θα ήταν «σημαντικές αλλά διαχειρίσιμες».

Σύμφωνα με τους ίδιους, το ΑΕΠ της Γερμανίας θα μειωνόταν κατά 0,5% με 0,3%, σε σύγκριση με την πτώση 4,5% τον πρώτο χρόνο της πανδημίας. Οι ακαδημαϊκοί συμπλήρωσαν επίσης πως η εξεύρεση εναλλακτικών πηγών προμήθειας πετρελαίου και άνθρακα θα ήταν ευκολότερη από ό, τι για το φυσικό αέριο.

Σε πρόσφατη συνέντευξή του στην εφημερίδα Tagesspiegel, ο γερμανός οικονομολόγος Ρούντιγκερ Μπάχμαν, ανέφερε ότι το κόστος από μια τέτοια απόφαση θα ήταν «τεράστιο», αλλά πρόσθεσε πως «δεν είναι κάτι που δεν μπορείς να αντισταθμίσεις με μέτρα οικονομικής πολιτικής».

Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες για εξεύρεση εναλλακτικών προμηθευτών, όπως το Κατάρ και η Νορβηγία, η DW επισημαίνει πως η Γερμανία δεν διαθέτει τερματικούς σταθμούς για να δεχθεί υγροποιημένο φυσικό αέριο. Το νωρίτερο που μπορούν οι απαραίτητες εγκαταστάσεις να είναι έτοιμες είναι το 2026.

Αντιδρούν οι επικεφαλής επιχειρήσεων

Την περασμένη εβδομάδα, η Ομοσπονδία Γερμανικών Βιομηχανιών (BDI), προειδοποίησε ότι ένα εμπάργκο στις προμήθειες από τη Ρωσία θα είχε «ανυπολόγιστες συνέπειες».

Ειδικότερα, ο πρόεδρος Ζίγκφριντ Ρούσβουρμ δήλωσε ότι το μποικοτάζ των ρωσικών προϊόντων θα είχε συνέπειες για όλη την Ευρώπη, καθώς το δίκτυο φυσικού αερίου της Ηπείρου δεν έχει σχεδιαστεί για ροές από τα δυτικά προς τα ανατολικά, αναφερόμενος στις Κάτω Χώρες και το Βέλγιο, στις οποίες λειτουργούν τερματικοί σταθμοί υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), όπου θα μπορούσαν θεωρητικά να χειριστούν προμήθειες από ΗΠΑ, Κατάρ και Νορβηγία.

Επίσης, όπως σημειώνει η DW, αρκετοί βιομηχανικοί τομείς, προειδοποίησαν πως μια σοβαρή διατάραξη της αλυσίδας παραγωγής και εφοδιασμού θα μπορούσε να οδηγήσει σε μεγάλες απώλειες θέσεων εργασίας.

Ακόμη, στο ίδιο μήκος κύματος, επιχειρήσεις κοινής ωφελείας κάνουν λόγο για «τεράστιες ζημιές», λόγω των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων. Σύμφωνα με τη Γερμανική Ένωση Βιομηχανιών Ενέργειας και Νερού (BDEW), η οικιακή χρήση φυσικού αερίου θα μπορούσε να μειωθεί κατά 15%, η εμπορική χρήση κατά περίπου 10% και η βιομηχανική χρήση κατά 8%.

ΠΗΓΗ