Η αποβολή της ρωσικής εθνικής ομάδας από τα «πλέι οφ» του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου, που ξεκινούν την Πέμπτη, σηματοδοτεί μία ιστορική ανατροπή στην πολιτική ουδετερότητας που υπερασπίζονταν έως τώρα οι παγκόσμιοι αθλητικοί φορείς.

Προς το παρόν, οι απόντες έχουν δίκιο. Επειδή αρνήθηκε να αντιμετωπίσει τη ρωσική εθνική ομάδα («Sbornaïa») στο Στάδιο «Dinamo Lev Yachin» της Μόσχας, στα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του Κατάρ, εξαιτίας της εισβολής στην Ουκρανία, η πολωνική ομάδα προθερμαίνεται για τον τελικό της εναντίον της Σουηδίας ή της Τσεχίας.

Αντιστρέφοντας την τεράστια επέκταση της παγκοσμιοποίησης ειδικά του ποδοσφαίρου, και του αθλητισμού γενικότερα, οι Πολωνοί, οι Σουηδοί, η Γαλλική Ομοσπονδία και όλοι όσοι γνωστοποίησαν μετά την εισβολή στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου ότι δεν υπήρχε περίπτωση να βρεθούν με τους Ρώσους στο γήπεδο, είδαν την προσέγγισή τους να επικυρώνεται από τη Διεθνή Ομοσπονδία (FIFA). Η οποία έρχεται σε αντίθεση με την «ένδοξη» πολιτική ουδετερότητα των αρχών, που χαρακτηρίζει όλες ανεξαιρέτως τις αθλητικές ομοσπονδίες εδώ και μισό αιώνα «και η οποία επέτρεψε στον αθλητισμό να αναπτυχθεί υπερβολικά εδώ και δεκαετίες», εξηγεί στη Liberation η Διευθύντρια Ερευνών στο Ινστιτούτο Διεθνών και Στρατηγικών Σχέσεων, Καρόλ Γκομέζ.

Αλλά τι γίνεται με το πνεύμα μιας τέτοιας απόφασης; Ποιες είναι οι ιδεολογικές προεκτάσεις; Ποιοι είναι οι δεσμοί με τα δύο μόνο ιστορικά προηγούμενα, το εμπάργκο, το 1970, της Νότιας Αφρικής του απαρτχάιντ και τον αποκλεισμό, το 1992, μιας Γιουγκοσλαβίας που διαλύθηκε από τον εμφύλιο πόλεμο; Ποιο είναι το νομικό έρεισμα, δεδομένου ότι η Ρωσική Ομοσπονδία έχει απευθυνθεί στο Αθλητικό Διαιτητικό Δικαστήριο («CAS»); Ποιες είναι οι συνέπειες για το άθλημα του μέλλοντος; Πιο απλά: προς τι ο αποκλεισμός; Αυτά είναι ορισμένα από τα ερωτήματα που επισημαίνει η Liberation.

Τι ώθησε τη FIFA να δράσει;

Στην πραγματικότητα, αυτοί που διοικούν την Ευρωπαϊκή Ποδοσφαιρική Ένωση δεν το κρύβουν: δεν υπάρχει καμία ιδεολογική ή πολιτική ανάγνωση στην απόφαση αποκλεισμού της ρωσικής ομάδας. «Μάλλον υποφέραμε», διευκρινίζει ένα μέλος του οργάνου, κάτι που επιβεβαιώνεται και από το χρονικό των ανακοινώσεων: η Πολωνική Ομοσπονδία λέει όχι, οι Σουηδοί ακολουθούν το παράδειγμά τους, μερικές μεγάλες ομάδες (Αγγλία, Ιρλανδία …) εμπλέκονται και το φάσμα ενός εικονικού Παγκοσμίου Κυπέλλου παίρνει σάρκα και οστά, με τους Ρώσους να προκρίνονται στο τουρνουά. Ως εκ τούτου, η πρόταση της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής (ΔΟΕ) της 28ης Φεβρουαρίου, που «συνέστησε» τον αποκλεισμό των Ρώσων και Λευκορώσων, έγινε δεκτή με ανακούφιση. «Στο ανακοινωθέν της ΔΟΕ, ωστόσο, η λέξη “δίλημμα” εμφανίζεται αρκετές φορές», διευκρινίζει η Καρόλ Γκομέζ. «Ξέρουν ότι απειλείται το τοτέμ του “απολιτίκ” αθλητισμού, αλλά ταυτόχρονα δεν μπορούνε να μην κάνουμε τίποτα».

Ο ρωσικός αθλητισμός είναι εγγενώς πολιτικός;

Καμία αρχή δεν ανέφερε δημοσίως τον τρόπο λειτουργίας του ρωσικού αθλητισμού, για να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό, αλλά αυτός, όπως τονίζει η Le Monde, δεν είναι ουδέτερος. «Μπορούμε να μιλήσουμε για το “Sportokratura”, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του ερευνητή Λιουκά Ομπάν», αναφέρει λεπτομερώς στο γαλλικό μέσο ο Ζαν-Μπατίστ Γκεγκάν, δάσκαλος στην αθλητική γεωπολιτική.

«Η συμπαιγνία της οικονομίας, της πολιτικής και του αθλητισμού: από τον Ρόμαν Αμπράμοβιτς, τον ιδιοκτήτη της ΤΣΣΚΑ Μόσχας έως τον πρόεδρο της Ζενίτ Αγίας Πετρούπολης (και αντιπρόεδρο της εταιρίας φυσικού αερίου “Gazprom”) Αλεξάντρ Μεντβέντεφ, μέσω της ποδοσφαιρικής ομάδας “Anji Makhachkala” του Σουλεϊμάν Κεριμόβ (εκπροσώπου της Δημοκρατίας του Νταγκεστάν στο Συμβούλιο της Ρωσικής Ομοσπονδίας, αναμφισβήτητα του πλουσιότερου ανθρώπου στη χώρα), δεν υπάρχει κανένας διαχωρισμός μεταξύ αυτών των τριών προσώπων.

Οι ίδιοι άνθρωποι περνούν από το ένα στο άλλο. Και το αυξανόμενο βάρος της Ρωσίας στη διεθνή σκηνή εξυπηρετεί το αφήγημα του Βλαντιμίρ Πούτιν: μεταξύ του 2010 και του 2020, μόνο η Κίνα φιλοξένησε περισσότερες διεθνείς αθλητικές διοργανώσεις, όπως Παγκόσμια Πρωταθλημάτα Αναρρίχησης, Φόρμουλα 1, την Πανεπιστημιάδα, Ολυμπιακούς Αγώνες … Το χειρότερο: οι αγώνες του Σότσι του 2014 προηγήθηκαν της επίθεσης στην Κριμαία και οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες ανέφεραν ότι ο Πούτιν και ο Κινέζος Πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ είχαν συζητήσει στο Πεκίνο μία πιθανή εισβολή στην Ουκρανία πριν από την τελετή έναρξης των Χειμερινών Αγώνων του 2022 στις 4 Φεβρουαρίου. Συμβολικά, ο αθλητισμός μπόρεσε να χρησιμοποιηθεί ως εμπροσθοφυλακή».

Σε ποιους νομικούς λόγους βασίζεται ο ρωσικός αποκλεισμός;

«Η FIFA δεν σταμάτησε ποτέ να απαιτεί, με ποινή αποκλεισμού, το διαχωρισμό του αθλητισμού και της πολιτικής εδώ και δεκαετίες», εξηγεί μια νομική πηγή καλά ενημερωμένη για αθλητικές υποθέσεις στη Liberation. «Όπου κι αν στραφούμε, η ίδια ρητορική: εάν ο αποκλεισμός των Ρώσων παικτών γίνει ομόφωνα κατανοητός ή ακόμη και χαιρετιστεί, έστω και μόνο από σεβασμό προς τους Ουκρανούς ομολόγους τους, οι οποίοι, από την πλευρά τους, ενίοτε υπερασπίζονται τη χώρα τους, σήμερα με όπλα στο χέρι, αντί να παίζουν ποδόσφαιρο, η δικαστική μάχη που διαφαίνεται ενώπιον του Δικαστηρίου CAS είναι πολύ λιγότερο σαφής. Για να μην πω, εύθραυστη».

«Ο λόγος που προβάλλεται μερικές φορές για το γεγονός ότι ο Πούτιν “έσπασε” την Ολυμπιακή εκεχειρία (η οποία διήρκησε από τις 28 Ιανουαρίου έως τις 20 Μαρτίου), με την επίθεση στα τέλη Φεβρουαρίου, μου φαίνεται μάλλον δευτερεύον νομικό επιχείρημα», εξηγεί επίσης ο Αντουάν Ντιουβάλ, ερευνητής Διεθνούς Δικαίου στο Ινστιτούτο Asser στη Χάγη.

«Είχε ήδη “σπάσει” το 2008 πριν από τους Θερινούς Αγώνες του Πεκίνου, όταν ο Πούτιν επιτέθηκε στη Γεωργία και καμία κύρωση δεν ακολούθησε. Ωστόσο, υπάρχει στους κανονισμούς των οργάνων περίπτωση ανωτέρας βίας, που καθιστά δυνατή την προστασία της ακεραιότητας των αγώνων και τον τερματισμό τους. Πρόκειται για μια μάλλον αόριστη έννοια, η οποία διευκολύνει την προσαρμογή: μία έκρηξη ηφαιστείου, μία υποχρεωτική λόγω πολέμου μεταφορά των αγώνων… Η Ρωσική Ομοσπονδία μπορεί να το αμφισβητήσει: μη έχοντας προγραμματισθεί συνάντηση στο ουκρανικό έδαφος, ο πόλεμος σε καμία περίπτωση δεν εμποδίζει τη διεξαγωγή του Παγκόσμιου Κυπέλλου του Κατάρ. Όσον αφορά στο επιχείρημα του καθολικού μποϊκοτάζ των άλλων ομάδων προς τη ρωσική ομάδα, είναι εύθραυστο και αναστρέψιμο. Από τη μία πλευρά, μπορεί κανείς να αμφισβητήσει σε αυτό το στάδιο τη βούληση των ομάδων της Νότιας Αμερικής ή της Ασίας να ευθυγραμμιστούν με τη θέση των χωρών της πρώην Ανατολικής Ευρώπης ή της Αγγλίας. Από την άλλη πλευρά, δεν είναι οι Ρώσοι που αρνούνται να παίξουν».

Σύμφωνα με την προαναφερθείσα νομική πηγή, η Ρωσική Ομοσπονδία θα πρέπει να ασκήσει επίθεση ακριβώς στη FIFA ενώπιον του CAS, επικαλούμενη την έλλειψη κυρώσεων του σώματος κατά των Πολωνών, που ευθύνονται για το μποϊκοτάζ. «Τα πάντα, λοιπόν, στηρίζονται στην λογική της έννοιας της ανωτέρας βίας που το CAS θα είναι έτοιμο να παραδεχτεί», συνεχίζει ο Αντουάν Ντιουβάλ.

«Υπό αυτήν την έννοια, η εντολή του Διεθνούς Δικαστηρίου (του Ανώτατου Δικαστηρίου του ΟΗΕ) της 16ης Μαρτίου που δόθηκε στους Ρώσους να «παύσουν αμέσως» τις δραστηριότητές τους στην Ουκρανία μπορεί να έχει επιπτώσεις: όσο περισσότερο οι αρχές καταφέρουν να συνδέσουν νομικά την απόφασή τους για αποκλεισμό της ρωσικής ομάδας με τις πολιτικές, ποινικές ή οικονομικές αποφάσεις για επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία, τόσο ισχυρότερη θα είναι η νομική τους επιχειρηματολογία». Πόσο δε μάλλον που τα προηγούμενα (γεγονότα) είναι σπάνια.

Το 1992, η Γιουγκοσλαβία είχε αποκλειστεί από το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου στη Σουηδία, αλλά δεν υπήρχε πλέον στην πραγματικότητα, ενώ μαστιζόταν από έναν πόλεμο μεταξύ των συνιστωσών της. Επίσης η Νότια Αφρική, αποκλείστηκε επίσημα από τη ΔΟΕ το 1970, διότι οι εθνικές της ομάδες δεν πληρούσαν τα κριτήρια της εθνοτικής ολοκλήρωσης: στην πραγματικότητα, το μποϊκοτάζ των άλλων αφρικανικών χωρών κατέστησε αναπόφευκτη την απαγόρευση του αθλητισμού, κάτι το οποίο θυμίζει τη ρωσική υπόθεση.

«Εκείνη την εποχή, είχε αναφερθεί ο Ολυμπιακός Χάρτης κατά των διακρίσεων», θυμάται ο Αντουάν Ντιουβάλ. «Το απαρτχάιντ έρχεται σε αντίθεση με τις οικουμενικές αξίες που υπερασπίζονται, τόσο ο ΟΗΕ, όσο και ο αθλητικός κόσμος. Δεδομένου ότι καταστρέφει τον αθλητισμό και τους αθλητές της Ουκρανίας, μπορεί κανείς να σκεφτεί ότι η ρωσική επιθετικότητα έρχεται σε αντίθεση με αυτές τις αξίες». Ωστόσο, μπορούν, επίσης, να αντικρουστούν από την ευρέως τεκμηριωμένη καταπίεση της μειονότητας των Ουιγούρων στην Κίνα. Ή τους πολέμους δι’αντιπροσώπων στην Υεμένη ή τη Συρία: Το CAS, εάν συμφωνήσει με τη FIFA, θα ανοίξει το κουτί της Πανδώρας.

Ποιες είναι οι συνέπειες;

Ανεξαρτήτως της επερχόμενης κρίσης, ο «απολιτικισμός» του αθλητισμού επέζησε. «Όταν προέκυψε η υπόθεση της Νότιας Αφρικής, οι κυρώσεις ήταν καταρχάς διπλωματικές, πολιτικές και οικονομικές», εξηγεί η Καρόλ Γκομέζ. «Και καθώς αυτό δεν ήταν αρκετό, ο πολιτιστικός, ακαδημαϊκός και αθλητικός κόσμος ήρθε να μποϊκοτάρει τη Νότια Αφρική, προς υποστήριξη. Εκεί, ο αθλητικός κόσμος αντέδρασε ταυτόχρονα: αυτό είναι πρωτοφανές. Ήταν προνοητικός. Με αυτόν τον τρόπο, δανείζεται μία ασυνήθιστη για αυτόν κορυφογραμμή: πώς θα αντιδράσει η FIFA στην επόμενη διακρατική σύγκρουση; Σε ποια βάση; Είμαι πεπεισμένη ότι η ρωσική επίθεση στην Ουκρανία δεν εξηγεί από μόνη της τη σύσταση της ΔΟΕ για αποκλεισμό. Οι Ρώσοι φέρουν ευθύνη. Βγαίνουμε από αρκετά ταραγμένα χρόνια, όπου το αποδεδειγμένο κρατικό ντόπινγκ (κατά τους Χειμερινούς Αγώνες του Σότσι το 2014) οδήγησε τις αρχές να επιβάλουν στους Ρώσους να αγωνιστούν με ουδέτερο έμβλημα κατά τη διάρκεια των τριών επόμενων Ολυμπιακών Αγώνων, έναν περιορισμό (πχ. χωρίς ύμνο), τον οποίο εύκολα αντιμετώπισαν, εφόσον η “ουδετερότητά” τους δεν εξαπατούσε κανέναν. Είχε αρχίσει, φαίνεται, να έχει σοβαρές επιπτώσεις. Ως εκ τούτου, είναι ο αποκλεισμός των Ρώσων μία γενική περίπτωση ή μία ειδική περίπτωση; Κάποιος μπορεί ακόμη και να φανταστεί τις αντίθετες αποφάσεις του CAS σύμφωνα με τα παραβατικά αθλήματα».

Εάν κατά τύχη το CAS προκρίνει εκ νέου τη ρωσική ομάδα, θα βρεθούμε έτσι σε μία εκπληκτική κατάσταση, με μία ομάδα να ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο, ενώ οι διαδοχικές κυρώσεις συσσωρεύονται, απομονώνοντας ολοένα και περισσότερο τη χώρα που η ομάδα εκπροσωπεί. Μια πρωτότυπη αθλητική φαντασίωση (του αθλητισμού πάνω από την τρέλα των ανδρών), αλλά μία σουρεαλιστική, αδιανόητη ηθικά, διαμόρφωση, η οποία θα χώριζε τον αθλητικό κόσμο στα δύο, σε αυτούς που θα υποστήριζαν τους αγώνες και αυτούς που θα βρίσκονταν στο περιθώριο. Ο αθλητισμός βρίσκεται σε ένα μεγάλο σημείο καμπής.

ΠΗΓΗ