Δύο από τους δείκτες των επιδημιολογικών στοιχείων του τελευταίου 24ώρου είναι εκείνοι που ανησυχούν περισσότερο τους ειδικούς: Οι αυξημένες εισαγωγές στα νοσοκομεία και ο αριθμός των παιδιών μεταξύ των 43.386 ημερήσιων κρουσμάτων.

Οι εισαγωγές στα νοσοκομεία έφθασαν στις 641 εμφανίζοντας ημερήσια αύξηση 41,81%, ενώ μέσα σε ένα δεκαήμερο η αύξηση ξεπέρασε το 50% – οι εισαγωγές από τις 300 άγγιξαν τιε 650.

Ο αριθμός των ενεργών κρουσμάτων σε παιδιά φθάνει στο 16% του συνόλου. Σε απόλυτους αριθμούς αυτό σημαίνει ότι την τελευταία εβδομάδα, και με τα σχολεία κλειστά, εντοπίστηκαν 31.512 κρούσματα σε παιδιά.
Και τα δύο αυτά στοιχεία πυροδοτούν έντονη ανησυχία για το τελικό αποτύπωμα της παραλλαγής Ομικρον που πλέον, όπως είπε η αναπληρωτής υπουργός Υγείας Μίνα Γκάγκα είναι κυρίαρχη και στην χώρα μας σε ποσοστό 90%.

Η γενική εικόνα που έχουν μέχρι στιγμής οι νοσοκομειακοί γιατροί είναι πως το άλμα των εισαγωγών αφορά σε συντριπτικό βαθμό ανεμβολίαστους και ασθενείς με βαριά ανοσοκαταστολή. Δηλαδή, επιβεβαιώνεται έως τώρα τουλάχιστον πως η Ομικρον δεν χτυπά σκληρά τους πλήρους εμβολιασμένους, και δη όσους έχουν κάνει και την ενισχυτική δόση. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν θα πλήξει σκληρά και το ΕΣΥ καθώς, όπως εξηγούν οι γιατροί, όσο πιο μεγάλη είναι η εκθετική διασπορά του ιού τόσο πιο μεγάλο θα είναι, αναλογικά, και το ποσοστό εκείνων που θα χρειαστεί να νοσηλευτούν. Η αύξηση αυτή των νοσηλειών, σε συνδυασμό με τα τεράστια κενά που αντιμετωπίζει ήδη το δημόσιο σύστημα υγείας λόγω των μαζικών κρουσμάτων και σε υγειονομικό προσωπικό, δείχνει ότι ο Ιανουάριος θα είναι μήνας που θα δοκιμάσει και πάλι, ίσως και σε οριακό βαθμό, τις αντοχές του ΕΣΥ. Η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας Μίνα Γκάγκα προανήγγειλε επιτάξεις ιδιωτών γιατρών από την Παρασκευή, εάν ωστόσο υπάρξει αύξηση και του έσχατου σκληρού δείκτη, εκείνου των διασωληνώσεων, ουδείς εκ των μάχιμων υγειονομικών εγγυάται ότι θα αντέξουν τα νοσοκομεία και πως δεν θα υπάρξει νέα εκτίναξη της θνητότητας.

Σε ό,τι αφορά τα μεγάλα ποσοστά κρουσμάτων μεταξύ παιδιών έως 17 ετών, η κυβέρνηση επιμένει ότι δεν αποτελούν καταλυτικό παράγοντα για την συνολική εξέλιξη της πανδημίας και υποστηρίζει πως το άνοιγμα των σχολείων από την Δευτέρα θα εγγυηθεί, αν μη τι άλλο, την στενή επιτήρηση της διασποράς. Όπως τονίζουν κυβερνητικοι παράγοντες, τα τρία self tests την εβδομάδα διασφαλίζουν τον μέγιστο δυνατό έλεγχο της διασποράς – έναν έλεγχο, που δεν θα υπήρχε εάν τα παιδιά έμεναν στα σπίτια και κυκλοφορούσαν στις πλατείες.

Η ίδια σιγουριά όμως δεν εκπέμπεται από τους ειδικούς, ούτε καν από όλα τα μέλη της επιτροπής του υπουργείου Υγείας. Σύμφωνα με πληροφορίες, λοιμωξιολογοι της επιτροπής εξέφρασαν – και εκφράζουν – έντονες ενστάσεις για το γεγονός ότι δεν άλλαξε ο κανόνας 50+1 για να κλείσει μία τάξη όταν εντοπίζονται κρούσματα, ενώ δεύτερες σκέψεις υπάρχουν και ως προς αυτή καθαυτή την έγκριση της πολιτικής απόφασης να επαναλειτουργήσουν κανονικά τα σχολεία από την Δευτέρα. Μέλη της επιτροπής λοιμωξιολόγων τονίζουν, από χθες, ότι τα επιδημιολογικά στοιχεία – και δη εκείνα που αφορούν τα κρούσματα μεταξύ παιδιών – πρέπει να αξιολογούνται συνεχώς έως την Κυριακή κι «εάν χρειαστεί να υπάρξουν αλλαγές, ακόμη και την τελευταία στιγμή».

Ο βασικός φόβος είναι μια ενδεχόμενη μετατροπή των σχολείων σε χώρους υπερμετάδοσης του ιού και μεταφοράς του στο ενδοοικονογενειακό περιβάλλον, όπου υπάρχουν ανεμβολίαστοι, ηλικιωμένοι και ευπαθή άτομα.

Μέχρι στιγμής αυτές οι δεύτερες σκέψεις δεν βρίσκουν ώριμο πεδίο συζήτησης εντός κυβέρνησης. Όμως, όπως λέει χαρακτηριστικά στο tvxs.gr μέλος της επιτροπής, «μέχρι την Κυριακή ο χρόνος είναι πολύς. Και η πανδημία μόνο μία βεβαιότητα επιτρέπει, τις διαρκείς ανατροπές».

ΠΗΓΗ