Εάν πριν από την κλιμάκωση στο ουκρανικό η Ευρώπη βίωνε ήδη βαθιά ενεργειακή κρίση, μετά την ρήξη Πούτιν με την Δύση το ράλι των τιμών πετρελαίου και φυσικού αερίου απειλεί να εξελιχθεί σε ιστορικό οικονομικό και κοινωνικό σοκ.

Η τιμή του αργού άγγιξε ήδη χθες τα 100 δολάρια το βαρέλι, με το μπρεντ να φθάνει έως τα 99 δολάρια και στο υψηλότερο επίπεδό του από τον Σεπτέμβριο του 2014. Η εκτίναξη αυτή επαληθεύει έξι μήνες νωρίτερα την πρόβλεψη της Goldman Sachs που, από τον περασμένο Δεκέμβριο ήδη, προεξοφλούσε άνοδο των τιμών στα 100 δολάρια το βαρέλι έως το καλοκαίρι του 2022.

Το επόμενο «φράγμα» τώρα, σύμφωνα με το Reuters και το Bloomberg, μπορεί να είναι ακόμη και τα 150 δολάρια το βαρέλι – προοπτική, που παραπέμπει στο προ δεακεπνταετίας ράλι των τιμών, όταν το πετρέλαιο είχε φθάσει στο ρεκόρ των 148 δολαρίων το βαρέλι, το 2008. Τότε η εκρηκτική πορεία των τιμών είχε ανακοπεί από την κατάρρευση της Lehman Brothers και την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση που οδήγησε σε γενική καθίζηση τις αγορές.
Η τιμή του φυσικού αερίου, που τον τελευταίο χρόνο έχει εκτιναχθεί σχεδόν κατά 200%, ακολουθούσε τον τελευταίο μήνα πορεία ύφεσης στην Ευρώπη. Οι βασικοί παράγοντες αυτής της αποκλιμάκωσης ήταν οι αυξημένες παραδόσεις αμερικανικού LNG (υγροποιημένου φυσικού αερίου) στο πλαίσιο της συμφωνίας με την Ουάσιγκτον για στήριξη της Ευρώπης απέναντι στο γεωπολιτικό μπρα ντε φερ με την Ρωσία, και η αυξημένη απόδοση των ανανεώσιμων πηγών στο ενεργειακό μίγμα.

Με την ανακοίνωση όμως των πρώτων δυτικών κυρώσεων κατά της Μόσχας, το άλμα της τιμής του φυσικού αερίου ξεπέρασε το 10%. Τα ολλανδικά futures αερίου, που αποτελούν και την ευρωπαική τιμή αναφοράς, έφθασαν έως τα 82 ευρώ ανά MWh, ενώ το τελευταίο διάστημα κινούντο σταθερά στην περιοχή των 68 έως 70 ευρώ.

Το «πάγωμα» της ενεργοποίησης του αγωγού NordStream 2 από την Γερμανία μπορεί να αναδειχθεί σε καταλύτη για ακόμη μεγαλύτερη άνοδο. Και μπορεί μεν η απειλή του πρώην πρωθυπουργού της Ρωσίας Ντμίτρι Μενβέντεφ ότι «οι Ευρωπαίοι θα πληρώνουν πολύ σύντομα 2.000 ευρώ για 1.000 κυβικά μέτρα αερίου» να εντάσσεται στο παιχνίδι της πολεμικής ρητορικής, ουδείς εκ των διεθνών αναλυτών ωστόσο αποτολμά πια ασφαλείς προβλέψεις.
Σε πολιτικό επίπεδο, η βασική εκτίμηση σε Βρυξέλλες, Βερολίνο και Ουάσιγκτον είναι πως ο Βλαντιμίρ Πούτιν δεν θα προχωρήσει σε ριζική μείωση των ροών της Gazprom προς την Ευρώπη – και πολύ περισσότερο σε πλήρη διακοπή -, αφενός γιατί θα ρισκάρει τεράστια έσοδα και κέρδη για την Ρωσία και, αφετέρου, γιατί θα «κάψει» το πιο ισχυρό διαπραγματευτικό του χαρτί απέναντι στην Δύση. Σε μια τέτοια περίπτωση άλλωστε, όπως προειδοποίησε χθες η Fitch, «η παγκόσμια αγορά ενέργειας θα καταρρεύσει».

Ακόμη και στο ήπιο σενάριο ωστόσο, οι αντοχές της Ευρώπης είναι περιορισμένες, τα αποθέματα φυσικού αερίου της ηπείρου βρίσκονται σταθερά κάτω από τον μέσο όρο πενταετίας και το LNG των ΗΠΑ και του Κατάρ δεν φθάνει για να καλύψει ούτε το ήμισυ των – ήδη μειωμένων – προμηθειών από την Ρωσία. Tο 35% του φυσικού αερίου που καταναλώνεται στην ΕΕ προέρχεται από τη Ρωσία, ενώ το ρωσικό μερίδιο στις εισαγωγές αερίου στην περιοχή ξεπερνά το 42% μόνο μέσω αγωγών, χωρίς να περιλαμβάνονται οι αποστολές LNG.

Εξ ου και στην ευρωπαϊκή ηγεσία υπάρχει διάσταση για το μέχρι που πρέπει να φθάσουν οι οικονομικές κυρώσεις κατά της Μόσχας παρά την ασφυκτική πίεση που ασκεί η Ουάσιγκτον για σκληρή στάση.

Σύμφωνα με το Politico, εκείνος που εκφράζει τις πιο ισχυρές επιφυλάξεις για έναν μετωπικό, οικονομικό πόλεμο με την Ρωσία είναι ο ιταλός πρωθυπουργός Μάριο Ντράγκι. Την περασμένη εβδομάδα ο Ντράγκι προειδοποίησε ότι ο κυρώσεις κατά της Μόσχας δεν πρέπει να αγγίξουν τον ρωσικό ενεργειακό κλάδο: «Οι κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αλλά και βιώσιμες», είπε.

Στην άλλη όχθη φαίνεται να βρίσκεται η πρόεδρος της Κομισιόν Οϋρσουλα φον ντερ Λάιεν, η οποία απάντησε στον Μάριο Ντράγκι λέγοντας πως «όλες οι επιλογές είναι στο τραπέζι» και έδειξε ως εναλλακτική στο ρωσικό φυσικό αέριο την αύξηση των προμηθειών υγροποιημένου φυσικού αερίου με δια θαλάσσης φορτία. Ωστόσο, όπως επίσης σημειώνει το Politico, η Ε.Ε. δεν είναι σε θέση να καταλήξει στην αναγκαία ομοφωνία για κυρώσεις στον ενεργειακό κλάδο της Ρωσίας χωρίς την στήριξη της τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας του μπλοκ, της Ιταλίας.

ΠΗΓΗ