Κατάλυση στην πράξη του τεκμηρίου της αθωότητας, ανατροπή της αναλογικότητας των ποινών σε βάρος ηπιότερων αδικημάτων και δραστικός περιορισμός της ευχέρειας του δικαστή να αφήσει ελεύθερο τον κατηγορούμενο μέχρι την εκδίκαση της έφεσης είναι τα αποτελέσματα που θα έχει σύμφωνα με τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών η εφαρμογή της αλλαγής του Ποινικού Κώδικα που πέρασε η κυβέρνηση στο νομοσχέδιο για την οπαδική βία.

Μιλώντας στο tvxs.gr, ο δικηγόρος με ειδίκευση στο Ποινικό Δίκαιο Θάνος Τσάκωνας προσθέτει ότι η εφαρμογή της ρύθμισης θα έχει ως αποτέλεσμα την γεωμετρική αύξηση του αριθμού των κρατουμένων, την αύξηση των δικών χωρίς παρουσία του κατηγορούμενου και την προκαταβολική έκτιση ποινών που ενδεχομένως θα καθιστά τις δίκες σε δεύτερο βαθμό άνευ αντικειμένου.

Παράλληλα η κυβέρνηση διεύρυνε τα αδικήματα που θα βαρύνονται με τις διατάξεις του άρθρου 187 περί εγκληματικών οργανώσεων, με νομικούς κύκλους να βλέπουν φωτογραφία των πρακτικών που εφαρμόζουν οργανώσεις όπως ο Ρουβίκωνας.

Τί άλλαξε η κυβέρνηση

Ο ισχύων Ποινικός Κώδικας (ΠΚ) είναι ο λεγόμενος «νέος», αφού διαμορφώθηκε μετά από πενταετή εργασία επιτροπής ειδικών και τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου 2019. Παρά τη «νεότητά» του, και παρά το γεγονός ότι οι κώδικες αλλάζουν σπάνια, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έχει κάνει ήδη δύο τροποποιήσεις, με τελευταία τον Νοέμβριο του 2021. Ωστόσο στις αρχές Μαρτίου προχώρησε σε νέα τροποποίηση στο άρθρο 187 περί εγκληματικών οργανώσεων, ως προσθήκη στο νομοσχέδιο περί οπαδικής βίας και ενώ η δημόσια διαβούλευση του νομοσχεδίου είχε ολοκληρωθεί.

Πρώτη αλλαγή που έφερε η κυβέρνηση είναι η διεύρυνση των αδικημάτων που μπορούν να θεωρηθούν ότι συντελέστηκαν στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης ή συμμορίας. Μέχρι την αλλαγή η παράγραφος 3 του άρθρου 187 του ΠΚ έλεγε το εξής: «Όποιος, εκτός από την περίπτωση της πρώτης παραγράφου (σ.σ αφορά ακόμα σοβαρότερες περιπτώσεις), οργανώνεται με άλλον ή άλλους για να διαπράξουν κακούργημα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. Με φυλάκιση έως τρία έτη τιμωρείται ο υπαίτιος αν η κατά το προηγούμενο εδάφιο ένωση έγινε για τη διάπραξη πλημμελήματος με το οποίο επιδιώκεται οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος ή η προσβολή της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της ανηλικότητας».

Με την αλλαγή που έκανε η κυβέρνηση, μετά την αναφορά «της ανηλικότητας» προστίθενται «της προσωπικής ελευθερίας, της ιδιοκτησίας ή της περιουσίας». Εξ’ ου και το παράδειγμα του κου. Τσάκωνα περί τριών νέων που αποφάσισαν μαζί να πετάξουν μπογιές και άρα υπάρχει περίπτωση να κατηγορηθούν για συμμετοχή σε συμμορία.

Η δεύτερη σημαντική αλλαγή έχει να κάνει με την άρση της ανασταλτικής λειτουργίας της έφεσης και τη μη δυνατότητα του δικαστηρίου να μετατρέψει την κατηγορία προς το ηπιότερο. Με απλά λόγια, όποιος κρίνεται ένοχος για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση ή συμμορία οδηγείται αυτομάτως στη φυλακή. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 187 προστέθηκε η παράγραφος 6 που λέει:
«Στις περιπτώσεις καταδίκης για αξιόποινες πράξεις του παρόντος άρθρου, καθώς και για τα συναφή αδικήματα που συνεκδικάστηκαν με την ίδια απόφαση, η ποινή δεν αναστέλλεται ούτε μετατρέπεται με κανέναν τρόπο, τυχόν δε ασκηθείσα έφεση δεν έχει αναστέλλουσα ισχύ».

Μάλιστα την αιτιολογική έκθεση του νόμου αναφέρεται πως η παρέμβαση αυτή γίνεται «λόγω της μείζονος ποινικής απαξίας των εν λόγω αδικημάτων αλλά και της ανάγκης αποτροπής των δραστών από την τέλεση τέτοιων πράξεων». Η κυβέρνηση δηλαδή υποστηρίζει πως αυστηροποιεί τόσο πολύ το νομικό πλαίσιο, ώστε κάθε ομάδα που σχεδιάζει να προχωρήσει σε αδικήματα «να το σκεφτεί δυο φορές».

«Δεν έχει αποδειχτεί ποτέ, σε καμία νομοθετική πρόβλεψη, σε θετικές ή αρνητικές αλλαγές, ότι η αυστηροποίηση των ποινικών πλαισίων οδηγεί σε μείωση της εγκληματικότητας. Είναι τεράστιο λάθος να αναγράφεται αυτό ως αιτιολογία», λέει επ’ αυτού στο tvxs.gr ο δικηγόρος με ειδίκευση στο Ποινικό Δίκαιο και την Εγκληματολογία, Θάνος Τσάκωνας.

Δικηγορικοί Σύλλογοι: Επιβεβλημένη η άμεση κατάργηση της παρ. 6 του άρθρου 187

Κάθετα απέναντι στη νομοθετική ρύθμιση, ειδικά στη δεύτερη αλλαγή, έχουν τοποθετηθεί οι δικηγορικοί σύλλογοι της χώρας. Η Συντονιστική Επιτροπή της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων «καταγγέλλει απερίφραστα τη νέα τροποποίηση της διάταξης του άρθρου 187 Π.Κ.» ως «ένα ακόμη δείγμα παράβασης των κανόνων καλής νομοθέτησης αφού εισήχθη προς ψήφιση αιφνιδίως, χωρίς οποιαδήποτε προηγούμενη διαβούλευση και χωρίς να έχει εκφραστεί επ’ αυτού η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής».

Από την πλευρά του ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών (ΔΣΑ) ζητά από τον υπουργό Δικαιοσύνης Κώστα Τσιάρα την άμεση κατάργηση της παραγράφου 6 του άρθρου 187, κωδικοποιώντας τρεις συνέπειες:

  • Καταλύεται το ισχύον εισέτι τεκμήριο αθωότητας.
  • Ανατρέπεται η ισορροπία του δικαϊκού μας συστήματος, αφού ενώ επί βαρύτατων αδικημάτων με ποινές πρόσκαιρης ακόμη και ισοβίου καθείρξεως δύναται η τυχόν ασκηθείσα έφεση να έχει ανασταλτική δύναμη, αντιθέτως με τη νεοεισαχθείσα ρύθμιση επιβάλλεται στο Δικαστήριο ακόμα και για ήσσονος σημασίας πλημμελήματα να μην χορηγήσει την ανασταλτική δύναμη της έφεσης, με αποτέλεσμα ο καταδικασθείς πρωτοδίκως να οδηγείται στη φυλακή.
  • Εκδηλώνεται η δυσπιστία του νομοθέτη στο φυσικό Δικαστή, διότι του αφαιρεί τη μέχρι πρότινος διακριτική ευχέρεια να αποφασίζει ο ίδιος τόσο επί της δυνατότητας αναστολής ή μετατροπής της επιβληθείσας ποινής όσο και επί της αναστέλλουσας δύναμης επί της τυχόν ασκηθείσας εφέσεως εκ μέρους του κατηγορουμένου.

Τί σημαίνουν αυτά στην πράξη;

Το τί σημαίνουν στην πράξη τα παραπάνω αλλά και εκτιμήσεις για το πού θα οδηγήσει η εφαρμογή των αλλαγών που έφερε η κυβέρνηση, εξηγεί και δίνει στο tvxs.gr ο δικηγόρος με ειδίκευση στο Ποινικό Δίκαιο, Θάνος Τσάκωνας.

«Το άρθρο 187 του ΠΚ έχει ήδη κατακριθεί ως άρθρο το οποίο χρησιμοποιείται καταχρηστικά και κατά παρέκκλιση του σκοπού του ή του ίδιου του λόγου ύπαρξής του», λέει εισαγωγικά ο νομικός και προχωρά στην ανάλυση των παρατηρήσεων του ΔΣΑ.

Καταλύεται το τεκμήριο της αθωότητας. «Ναι, διότι το τεκμήριο της αθωότητας αναγνωρίζεται σε κατηγορουμένους μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη τους. Και γι΄αυτό τα δικαστήρια έως τώρα μπορούσαν να κρίνουν κάποιον ένοχο αλλά να αποφασίσουν πως δεν υπάρχει λόγος να μπει στη φυλακή μέχρι την εκδίκαση σε δεύτερο βαθμό, εφόσον έκριναν ότι ο άνθρωπος αυτός δεν είναι πιθανό να επαναλάβει παρόμοια αδικήματα ή να διαφύγει», σημειώνει.

«Με την κατάργηση της αναστέλλουσας ισχύος της έφεσης, είναι σαν ο νομοθέτης να προκαταβάλει ότι ο καταδικασμένος σε πρώτο βαθμό έχει πάρα πολλές πιθανότητες να επαναλάβει τα αδικήματα ή να διαφύγει. Ταυτόχρονα, η τροποποίηση που ψηφίστηκε εισάγει την επί της ουσίας προκαταβολή της ποινής, το ότι δηλαδή, ανεξάρτητα από το αν μετά το πρωτόδικο ακροατήριο ο κατηγορούμενος τεκμαίρεται ακόμα αθώος, πρέπει να ξεκινήσει να εκτίει την ποινή που του έχει επιβληθεί», συμπληρώνει.

Ανατρέπεται η ισορροπία του δικαϊκού μας συστήματος. Τί σημαίνει αυτό στην πράξη; Ο νομικός απαντά με ένα παράδειγμα. «Έστω η υπόθεση Α που αφορά σε κακουργηματική υπεξαίρεση ή διακίνηση ναρκωτικών αλλά χωρίς στις κατηγορίες να συμπεριλαμβάνεται σύσταση ή συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, το δικαστήριο έχει ακόμα την ευχέρεια να δώσει αναστολή εκτέλεσης ποινής μέχρι την έφεση, ακόμα και αν η ποινή είναι 20 χρόνια κάθειρξη.

Το ίδιο δικαστήριο στην υπόθεση Β που έστω αφορά σε μικρότερης βαρύτητας κακούργημα αλλά και σε εγκληματική οργάνωση, εκεί δεν έχει πλέον την ευχέρεια να αποφασίσει αν πρέπει ή όχι να δώσει ανασταλτικό χαρακτήρα στην έφεση.

Ακόμα χειρότερα, ο δικαστής του πλημμελειοδικείου που θα δικάσει την υπόθεση Γ με φθορά ξένης ιδιοκτησίας και συμμετοχή σε συμμορία – πρακτικά θα μπορούσε να είναι τρεις νέοι άνθρωποι που αποφάσισαν να πετάνε μαζί μπογιές – δε θα δικαιούται να χορηγήσει ανασταλτικό αποτέλεσμα, παρόλο που η ποινή μάλλον θα είναι φυλάκιση μικρής διάρκειας.

Οι κατηγορούμενοι της υπόθεσης Γ δηλαδή, παρόλο που θα τους έχει αποδοθεί ποινή πολύ πιο ήπια από αυτή που θα έχει αποδοθεί στον κατηγορούμενο της υπόθεσης Α, θα οδηγηθούν στη φυλακή ενώ αυτός της Α είναι πιθανό να αφεθεί ελεύθερος μέχρι το Εφετείο», εξηγεί ο κ. Τσάκωνας.

Εκδηλώνεται η δυσπιστία του νομοθέτη στο φυσικό Δικαστή. «Το να μένει ελεύθερος ο κατηγορούμενος μέχρι την εκδίκαση σε δεύτερο βαθμό είναι ο κανόνας και, θεωρητικά, μόνο κατ’ εξαίρεση ο δικαστής ζητούσε να μην δοθεί, εάν έκρινε ότι ο κατηγορούμενος ήταν πιθανό να επαναλάβει τα αδικήματα ή να διαφύγει. Σε αυτή την περίπτωση, όφειλε να δικαιολογήσει ειδικά αυτή του την απόφαση. Με την παρέμβαση που έγινε τώρα, εφόσον το δικαστήριο καταδικάσει κάποιον με βάση το άρθρο 187, ο δικαστής όχι μόνο δεν έχει ευχέρεια να δώσει ανασταλτικό αποτέλεσμα αλλά ο κατηγορούμενος δε μαθαίνει καν γιατί θεωρείται επίφοβος», σημειώνει.

«Εξάλλου ούτως ή άλλως ο δικαστής είχε με τους υπάρχοντες κώδικες, όλα τα δικονομικά εργαλεία για να μπορέσει να μη χορηγήσει αναστολή στην έφεση, να μην αναστείλει ή να μη μετατρέψει την ποινή αν το έκρινε αναγκαίο, δεν υπήρχε λοιπόν καμία ανάγκη αυτό να προβλεφθεί ειδικά στο 187 ΠΚ πόσο μάλλον να επιβληθεί υποχρεωτικά», συμπληρώνει ο δικηγόρος.

Με «σωστή» εφαρμογή, θα έχουμε γεωμετρική αύξηση των κρατουμένων

Ρωτήσαμε τον κο. Τσάκωνα πού θα οδηγήσει η εφαρμογή των αλλαγών που έφερε η κυβέρνηση. Υποστηρίζει ότι «αυτή η νομοθετική παρέμβαση δεν χρειάζεται να εφαρμοστεί καταχρηστικά για να αποτύχει», λέγοντας ότι ακόμα και αν γίνει «σωστή» χρήση της, θα οδηγήσει στα εξής αποτελέσματα.

«Πρώτον, πολλοί κατηγορούμενοι με το άρθρο 187 θα προτιμούν να μην πηγαίνουν στα δικαστήρια αλλά να δικάζονται διά πληρεξουσίου, γνωρίζοντας ότι εφόσον ακουστεί η λέξη «ένοχος», αυτομάτως θα οδηγούνται στη φυλακή. Το να δίδεται κίνητρο στους κατηγορούμενους να μην παρίστανται στις δίκες είναι πολύ κακό για το επίπεδο της Δικαιοσύνης που τελικά αποδίδεται.

Επίσης διά της εφαρμογής του νόμου, και όχι της κατάχρησης, θα αυξηθεί με γεωμετρική πρόοδο ο αριθμός των ανθρώπων που θα καταλήγουν στη φυλακή. Ήδη σύμφωνα με τα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Αντεγκληματικής Πολιτικής, τα καταστήματα κράτησης δεν επαρκούν για τους ήδη κρατούμενους.

Ένας ακόμα κίνδυνος είναι ότι οι ποινές που θα επιβάλλονται μπορεί πρακτικά να εκτίονται μέχρι τον προσδιορισμό και την εκδίκαση της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό, καθιστώντας επί της ουσίας άνευ αντικειμένου το εφετείο», τονίζει ο κ. Τσάκωνας.

«Είναι ζήτημα της κοινής λογικής που δεν αφορά σε ιδεολογικά ή πολιτικά ζητήματα. Δε νομίζω ότι υπάρχει ενεργός δικηγόρος του ποινικού δικαίου που να βρίσκει θετική αυτή την παρέμβαση», καταλήγει.

ΠΗΓΗ