Καθώς ο κόσμος βαίνει προς μια νέα κρίση στις τιμές των τροφίμων, ειδικά σε αυτές του ψωμιού που υπερδιπλασιάστηκαν σε πολύ φτωχές χώρες, η προσοχή εστιάζει στον πόλεμο στην Ουκρανία. Ωστόσο, για το «ράλι» των αυξήσεων δεν φταίνε μόνο τα τεθωρακισμένα και οι πύραυλοι στην Ουκρανία, αλλά και ότι διεθνείς δυτικοί κερδοσκόποι παίζουν παιχνίδια, αποκομίζοντας πολλά δισ. εκμεταλλευόμενοι τη συγκυρία.

Είναι γεγονός ότι οι τιμές των τροφίμων ήταν ήδη σε άνοδο πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, αλλά με το ξέσπασμα του πολέμου, ειδικά το ψωμί πήρε την πάνω βόλτα, πλήττοντας το «καλάθι» των φτωχότερων. Ενδεικτικά, στο Λίβανο η τιμή του ψωμιού εκτοξεύτηκε κατά 70% όπως αναφέρει η τελευταία Έκθεση Τροφίμων του ΟΗΕ. Η Παγκόσμια Τράπεζα υπολογίζει ότι για κάθε αύξηση κατά μία ποσοστιαία μονάδα στις τιμές των τροφίμων, 10 εκ. άνθρωποι πέφτουν στην ακραία φτώχεια. 

Ομάδα ερευνητών δημοσιογράφων του Lighthouse Reports -μια διεθνή κοινοπραξία ερευνητικής δημοσιογραφίας– αποκαλύπτει ότι η εισβολή του ρωσικού στρατού στην Ουκρανία και ο παρατεταμένος πόλεμος, αποτελεί μια ιδανική ευκαιρία για παγκόσμιους κερδοσκόπους να διαιωνίσουν την κρίση αποκομίζοντας τεράστια κέρδη από την κλιμάκωση των τιμών, ανεξαρτήτως εάν αυτές οι πολιτικές οδηγούν τον κόσμο σε πείνα.

Επενδύσεις δισ. μετά τον πόλεμο σε γεωργικά προϊόντα

Όπως εξηγεί η έρευνα στο Lighthouse Reports, οι διεθνείς χρηματοπιστωτικοί οίκοι άρχισαν να αναζητούν τρόπους για τους ιδιώτες επενδυτές να στοιχηματίσουν στην αύξηση των τιμών των τροφίμων. Στις 7 Μαρτίου, καθώς το σιτάρι χτύπησε την υψηλότερη τιμή του, η ομάδα διαχείρισης πλούτου της JP Morgan ενθάρρυνε τους πελάτες της να επενδύσουν τα χρήματά τους στη γεωργία.

Αυτή η μαζική είσοδος επενδυτών στην αγορά των τροφίμων και άλλων πρώτων υλών αποτυπώνεται στα περίφημα ETF, επενδυτικά προϊόντα που γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία τα τελευταία χρόνια σε Ευρώπη και Αμερική. Το ETF είναι ένα «διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο» που ουσιαστικά πρόκειται για ένα «καλάθι τίτλων» το οποίο παρακολουθεί έναν συγκεκριμένο χρηματιστηριακό δείκτη ή έναν συνδυασμό προϊόντων, συνήθως εγνωσμένης αξίας.

Ένα από τα πλεονεκτήματα του ETF είναι ότι δίνει τη δυνατότητα στον κάτοχό του να διαφοροποιεί το χαρτοφυλάκιό του με ευελιξία και χαμηλό κόστος, πολλές φορές χωρίς να πληρώνει προμήθειες σε τράπεζες ή άλλους διαμεσολαβητές.

Έτσι, οι ερευνητές παρακολουθώντας τη ροή του χρήματος σε μερικά από τα μεγαλύτερα δημόσια εισηγμένα γεωργικά ταμεία που ασχολούνται με το σιτάρι και αναλύοντας τα δεδομένα διαπίστωσαν ότι το μερίδιο των κερδοσκόπων στις αγορές σιταριού αυξήθηκε απότομα μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Στο παρακάτω διάγραμμα που δημοσιεύει το Bloomberg φαίνεται η εντυπωσιακή αυτή αλλαγή στις επενδυτικές «συνήθειες»

 

Από από τότε που ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία επενδυτές έχουν διοχετεύσει το απίστευτο ποσό του 1,2 δισεκατομμυρίου δολαρίων στα δύο μεγαλύτερα ETF αγροτικών προϊόντων, ενώ για ολόκληρο το 2021 η αντίστοιχη δαπάνη δεν ξεπερνούσε τα 197 εκατομμύρια ευρώ. Μόνο την πρώτη εβδομάδα του Μαρτίου τα «διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια» που συνδέονται με τα γνωστά ETF έλαβαν επενδύσεις 4,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Ανεξέλεγκτοι κερδοσκόποι σε ένα «επισιτιστικό καζίνο»

Ειδικοί εκφράζουν τις ανησυχίες ότι τα τρέχοντα επίπεδα κερδοσκοπίας μπορεί να οδηγούν και να επιδεινώνουν τις αυξήσεις των τιμών ενώ εντοπίζουν τις διαρθρωτικές αδυναμίες που παρέμειναν ανεπίλυτες από την επισιτιστική κρίση του 2007-2008. Αποκαλύπτεται πώς ανεπτυγμένα κράτη υπέκυψαν στα ισχυρά λόμπι, χαλαρώνοντας τους κανονισμούς που υποτίθεται θα αντιμετώπιζαν φαινόμενα κερδοσκοπίας όπως έδειξε η εμπειρία του 2008.

«Χωρίς αυστηρότερους κανονισμούς, οι αγορές εμπορευμάτων θα γίνονται ολοένα και περισσότερο ένα καζίνο που επιτρέπει στους κερδοσκόπους να αποκομίζουν τεράστια κέρδη από την πείνα και τη διαβίωση των αγροτών, κάτι που είναι πρόβλημα γιατί τα τρόφιμα είναι ανθρώπινο δικαίωμα», αναφέρει η ειδικός σε θέματα ασφάλειας τροφίμων Jennifer Clapp. Έτσι, σύμφωνα με τους ειδικούς, η αποτυχία των ρυθμιστικών αρχών να επιβάλουν αυστηρούς κανόνες για την κερδοσκοπία στις αγορές εμπορευμάτων ευθύνεται εν μέρει για την τρέχουσα δύσκολη κατάσταση.

Επιστημονικές διαφωνίες, μια άλλη πληγή

Μια άλλη αιτία για το φαινόμενο που φτωχοποιεί εκατομμύρια κόσμου –εκτός από τα λόμπι- είναι και η έλλειψη επιστημονικής «συναίνεσης» σχετικά με το εάν η υπερβολική κερδοσκοπία συνέβαλε στην κρίση των τιμών των τροφίμων το 2007-2008. Αυτό δυσχέρανε τις ρυθμιστές αρχές να ακολουθήσουν μια συνεπή πολιτική κατά των κερδοσκόπων.

Ωστόσο, επιστήμονες του Πανεπιστημίου της Βόννης, επιβεβαιώνουν ότι οι υπερβολικές εικασίες [των επενδυτών] συμβάλλουν στην άνοδο των τιμών των τροφίμων αυτή τη στιγμή. Με βάση την ανάλυση δεδομένων της αγοράς, από το εν λόγω Πανεπιστήμιο, συμπεραίνεται ότι «δεν μπορούμε να αποκλείσουμε τον κίνδυνο η υπερβολική κερδοσκοπία να συμβάλλει ήδη στην αστάθεια των τιμών των τροφίμων και σε ενισχυμένες εξάρσεις [τιμών]».

Σύμφωνα με τον δρ Lukas Kornher, που είναι ανάμεσα στους επιστήμονες του Πανεπιστημίου της Βιέννης, κατά τη λήψη αποφάσεων για την πολιτική όπου διακυβεύονται τα προς το ζην, το βάρος της απόδειξης θα πρέπει να αντιστραφεί: δηλαδή θα πρέπει «να αποδείξουν ότι η υπερβολική κερδοσκοπία δεν οδηγεί τις τιμές των τροφίμων και όχι το αντίστροφο».

Στην ίδια λογική, για όσους αμφισβητούν την διασύνδεση κερδοσκοπίας και αύξησης των τιμών, ο Olivier De Schutter, ειδικός εισηγητής του ΟΗΕ για την ακραία φτώχεια δηλώνει με έμφαση πως «είναι πράγματι εξαιρετικά απογοητευτικό και πραγματική τραγωδία να βλέπουμε αυτά τα ίδια επιχειρήματα που επαναλαμβάνονται τα τελευταία 15 χρόνια να επιστρέφουν ξανά, με μια νέα γενιά να αντιμετωπίζει ανανεωμένη επισιτιστική κρίση».

Ο Schutter είναι πεπεισμένος ότι «η κερδοσκοπική δραστηριότητα από ισχυρούς θεσμικούς επενδυτές, που γενικά δεν ενδιαφέρονται για τα θεμελιώδη μεγέθη της αγροτικής αγοράς, στοιχηματίζουν στην πείνα και την επιδεινώνουν».

ΠΗΓΗ