Βασίλης Λυμπέρης: Ο τελευταίος Έλληνας που “είδε” το εκτελεστικό απόσπασμα

11 Νοεμβρίου, 2020
limperis

Βασίλης Λυμπέρης: Ο τελευταίος Έλληνας που “είδε” το εκτελεστικό απόσπασμα

Βασίλης Λυμπέρης: Ο τελευταίος Έλληνας που “είδε” το εκτελεστικό απόσπασμα

«Αγαπημένη μου μητέρα, σε πίκρανα και σε γέμισα πόνο και θλίψη, καθώς και τον πατέρα και τα αδέρφια, μην ξεχνάς όμως μητέρα, ότι ο Θεός επιτρέπει τον πόνο και την θλίψιν, χαρίζει όμως και υπόσχεται ελπίδα και υπομονή. Υπομονή, λοιπόν, μητέρα και θα δοξάσουμε όλοι τον Θεό μια μέρα».

Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που είχε γράψει στο αποχαιρετιστήριο γράμμα του, ο Βασίλης Λυμπέρης, ο τελευταίος θανατοποινίτης που εκτελέστηκε στη χώρα μας. Είχε κάψει ζωντανούς, την σύζυγό του, την πεθερά του και τα δυο ανήλικα παιδιά του.

Η εκτέλεσή του η οποία έγινε στο Ηράκλειο Κρήτης στις 25 Αυγούστου 1972, ήταν η τελευταία που αποφασίστηκε στην Ελλάδα, καθώς η θανατική ποινή από το 1974 και μετά δεν εφαρμόστηκε ποτέ, μέχρι την κατάργησή της με νόμο το 1994 και την οριστική απάλειψή της από το Σύνταγμα, το 2001.  

Να τον συγχωρέσουν Θεός και άνθρωποι

Παρότι ο Βασίλης Λυμπέρης δεν γνώριζε την ακριβή μέρα, το βράδυ πριν την εκτέλεσή του, είχε ζητήσει να γράψει στη μητέρα του, σαν να είχε διαισθανθεί πως ο χρόνος του τελείωνε. Μόλις ολοκλήρωσε το γράμμα, το άφησε στο κρεβάτι και περίμενε τον ιερέα της ενορίας Κων. Ασπετάκη για να τον κοινωνήσει. Μπροστά του ο Β. Λυμπέρης δάκρυσε και παρακάλεσε «να τον συγχωρέσουν ο Θεός και οι άνθρωποι».

Λίγο αργότερα, στις 4:20 μπήκε στο κελί του ο αρχιφύλακας Γιάννης Καβαλιεράκης. Τον οδήγησε στο γραφείο του διευθυντή των φυλακών. Εκεί, παρουσία του αντιεισαγγελέα Πρωτοδικών Ηρακλείου του γραμματέα της Εισαγγελίας, του Διοικητή της Χωροφυλακής, ενός νεαρού ιερέα και άλλων υπηρεσιακών παραγόντων, του ανακοινώθηκε η ποινή του δικαστηρίου, η απόφαση του θανάτου καθώς και η ώρα της εκτέλεσης.

Η διαταγή είχε φτάσει 48 ώρες νωρίτερα. Ακούγοντας πως είχε φτάσει πια το τέλος, ο Βασίλης Λυμπέρης κατέρρευσε. Σωριάστηκε στην καρέκλα του δωματίου, χωρίς να μπορεί να ανάψει ούτε το τσιγάρο που κρατούσε στο χέρι του.

Αν και ο ίδιος, λίγες ημέρες μετά τη σύλληψή του, δεν έβρισκε κανένα λόγο για να συνεχίσει να ζει, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Αυτό που δημιούργησα εγώ δεν υπάρχει πλέον. Γιατί να ζω;», η αναγγελία της εκτέλεσής του, τον λύγισε.

Η  ώρα της εκτέλεσης, σύμφωνα με το σωφρονιστικό κώδικα, ήταν  η στιγμή που χαράζει, ώστε ο μελλοθάνατος να αντικρίσει για τελευταία φορά τον ήλιο. Οι στρατιώτες που προθυμοποιήθηκαν, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής,  να πάρουν μέρος στην εκτέλεση ήταν 30 από τους οποίους επελέγησαν 12, όπως  όριζε ο κανονισμός.

Ο Βασίλης Λυμπέρης  ζήτησε να του δέσουν τα μάτια. Ο επικεφαλής υπολοχαγός του αποσπάσματος του τα έκλεισε με ένα λευκό μαντήλι. Ο μελλοθάνατος στάθηκε ακίνητος, χωρίς να πει κουβέντα. Όταν άρχισαν να τον γαζώνουν οι σφαίρες, έπεσε στο έδαφος σφαδάζοντας.

Η σπαρακτική κραυγή της μάνας του Βασίλη Λυμπέρη η οποία σε απόσταση, μαζί με τον άλλο της γιο, έβλεπε τις σφαίρες να διαπερνούν το σώμα του παιδιού της,  έχει χαραχτεί για πάντα στη μνήμη όσων βρίσκονταν στον τόπο της εκτέλεσης.

Κοίταξε αλλού και έδωσε τη χαριστική βολή

Ο επικεφαλής υπολοχαγός του εκτελεστικού αποσπάσματος ο οποίος έπρεπε να ρίξει τη χαριστική βολή στο Βασίλη Λυμπέρη, δεν μπόρεσε να το κάνει και  διέταξε έναν επιλοχία να τον αντικαταστήσει.  Αμήχανος κι  επιλοχίας, άφησε το περίστροφο που κρατούσε  και πήρε ένα αυτόματο όπλο το οποίο έστρεψε στο πεσμένο σώμα του Β. Λυμπέρη και κοιτώντας ο ίδιος αλλού, πυροβόλησε.

Όπως μάλιστα διηγούνται όσοι ήταν «αυτόπτες μάρτυρες» της εκτέλεσης, από τον  εκνευρισμό του επιλοχία,  το όπλο εκπυρσοκρότησε τρεις φορές και οι τρεις σφαίρες παραμόρφωσαν το κρανίο του νεκρού. Για πολλούς μήνες μετά, λεγόταν πως ο επιλοχίας κυκλοφορούσε μόνος του στο στρατόπεδο, παραμιλώντας  πως από τις δικές του σφαίρες έπεσε νεκρός ο Βασίλης Λυμπέρης.  Παρόλο που οι συνάδελφοι του τον  διαβεβαίωναν πως είχε πεθάνει από τις έξι σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος, εκείνος δεν μπορούσε να το δεχτεί. Μέχρι που ο διοικητής της Σ.Ε.Α.Π. τον απάλλαξε για έξι μήνες από τα καθήκοντά του…

Την ημέρα που εκτελέστηκε ο Βασίλης Λυμπέρης, είχε επίσης προγραμματιστεί και η εκτέλεση του συνεργού του, Παύλου Αγγελόπουλου, ο οποίος είχε επίσης καταδικασθεί από το Κακουργιοδικείο της Αθήνας, τέσσερις φορές σε θάνατο.

Η εκτέλεση αυτή όμως δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, λόγω του νεαρού της ηλικίας του. Ο Παύλος  Αγγελόπουλος ήταν τότε μόλις 18 ετών. Μετά από τρία χρόνια, η ποινή του μετατράπηκε -σύμφωνα με το νόμο- σε ισόβια κάθειρξη.

Μου φώναξε πως θα πληρώσω για όλα

Σχεδόν επτά μήνες πριν την εκτέλεση του Βασίλη Λυμπέρη, η σύζυγός του  η οποία έδωσε  μάχη να κρατηθεί στη ζωή επί 20 ημέρες στο νοσοκομείο αλλά τελικά πέθανε, είχε προλάβει να αποκαλύψει στους αστυνομικούς πως εκείνος έβαλε φωτιά στο σπίτι τους, για να τους κάψει όλους.  «Κοιμόμουνα και άκουσα θόρυβο. Σηκώθηκα από το κρεβάτι μου και είδα τον άνδρα μου να σκορπά με ένα δοχείο βενζίνη. Μόλις με είδε, μου φώναξε πως θα πληρώσω για όλα. Του φώναξα πως είναι κακούργος και έβαλα τις φωνές, αλλά κανείς δεν με άκουγε. Με άρπαξε και με πέταξε στις φλόγες και με κρατούσε εκεί για να καώ ζωντανή. Έκλεισε και την πόρτα για να μην γλιτώσουμε», είχε πει η γυναίκα λίγο πριν ξεψυχήσει, στους αστυνομικούς.

Ο Βασίλης Λυμπέρης δεν άργησε να παραδεχτεί την ενοχή του. «Εγώ το έκανα αλλά δεν ήθελα να κάνω κακό στα παιδιά μου. Αιτία ήταν η πεθερά μου» είπε στην Αστυνομία. Πίστευε πως η σχέση του με τη σύζυγό του είχε κλονιστεί εξαιτίας της πεθεράς του. Για αυτό ζήτησε μάλιστα τη βοήθεια του 18χρονου συνεργού του, υποσχόμενος ότι θα του κάνει δώρο ένα αυτοκίνητο …

Η εκτέλεση του Βασίλη Λυμπέρη έκλεισε το «μαύρο» κύκλο των θανατικών εκτελέσεων ανδρών,  ποινικών κρατουμένων στην Ελλάδα.

ΠΗΓΗ

Είναι  γνωστό ότι και επί χούντας γίνονταν εκτελέσεις ποινικών. Στα εκτελεστικά αποσπάσματα συμμετείχαν φαντάροι που υπηρετούσαν τη θητεία τους. Υπήρξαν φαντάροι που σημάδεψαν την ζωή τους από αυτή την εμπειρία Παιδιά που πάλεψαν με τον τρόμο και στόχευσαν ψηλά, στα σύννεφα, για να αποφύγουν τον χαρακτηρισμό του εκτελεστή. Στη «Μηχανή  του Χρόνου» συναντήσαμε έναν πολίτη, που τότε υπηρετούσε τη θητεία του και είχε την εφιαλτική εμπειρία να συμμετάσχει υποχρεωτικά σε εκτελεστικό απόσπασμα. Ο τότε  φαντάρος μας διηγήθηκε το πιο σκοτεινό  κομμάτι της ζωής του.

«Πέρασε ένας αξιωματικός και μας έβαλε από μια σφαίρα στο Μ1 (τουφέκι) και στηθήκαμε απέναντι από τους μελλοθανάτους». Έτρεμε στην αφήγηση. «Μας είχαν πει, ότι αν δε σκοτωθεί και ρίξουμε όλες τις σφαίρες έξω, θα πάμε στρατοδικείο και μετά σε απόσπασμα». Σήμερα είναι κοντά στα 7ο και ακόμα συγκλονίζεται για τη συμμετοχή του στο εκτελεστικό απόσπασμα της χούντας. Θυμάται και λυγίζει απο την οδύνη. «Είναι αδύνατο να αστοχήσεις μ’ ένα όπλο που βρίσκει στόχο στα χίλια μέτρα, πόσο μάλλον στα έξι βήματα. Ο αξιωματικός μας, ήταν αυτός που έπρεπε να ρίξει τη χαριστική βολή, αλλά επειδή δεν ήθελε, είχε αποφασίσει εξ αρχής, ότι θα δώσουν τη βολή, οι δυο ακραίοι από κάθε απόσπασμα. Ο ένας δεν μπόρεσε να πυροβολήσει και αναγκάστηκε να το κάνει ο άλλος. Αυτός που πυροβόλησε ήταν φίλος μου, Πειραιώτης. Έπαθε σοκ μόλις έβαλε το όπλο στο κεφάλι του νεκρού. Τα θυμάμαι όλα. Ίσως ξεχνάω μερικές λεπτομέρειες, αλλά το συναίσθημα, η ανατριχίλα, το δέος είναι ίδια κάθε φορά που τα θυμάμαι και δεν θα τα ξεχάσω ποτέ». Το εκτελεστικό απόσπασμα έχει πάρει θέση και ο επικεφαλής δένει τα μάτια του Β. Λυμπέρη.   Η τελευταία εκτέλεση που συγκλόνισε την Ελλάδα Στις 25 Αυγούστου του 1972 έγινε η τελευταία εκτέλεση στην Ελλάδα. Ο ποινικός κρατούμενος Βασίλης Λυμπέρης στήθηκε στα έξι μέτρα. Μόλις ο ήλιος πρόβαλε στην ανατολή είδε για τελευταία φορά τις αχτίδες του κι άκουσε τα παραγγέλματα του εκτελεστικού αποσπάσματος. Ηταν μόλις 27 ετών. Ο Λυμπέρης με χειροπέδες. Ο Βασίλης Λυμπερης ζήτησε να του δέσουν τα μάτια. Τους παρακάλεσε αν γίνεται να του βουλώσουν τα αυτιά, ώστε να μην ακούει τα παραγγέλματα. Αυτό ήταν πρακτικά αδύνατον. Ο αξιωματικός φώναξε «οπλίσατε». Ο Λυμπέρης λύγισε στα γόνατα. Ο αξιωματικός συνέχισε: «σκοπεύσατε» Ο ιερέας θυμάται πως όσοι δεν κρατούσαν όπλο κρύφθηκαν πίσω από τα αυτοκίνητα για να μη δουν το θέαμα. Η καρδιά τους χτύπαγε δυνατά. Τα όπλα των φαντάρων συνέχιζαν να τρέμουν, όσο άκουγαν τα παραγγέλματα κι έβλεπαν το θύμα τους γονατισμένο. Ο αξιωματικός διέταξε «πυρ». Η εκτέλεση Λυμπέρη έμεινε στην ιστορία, ως ο επίλογος των εκτελέσεων στη χώρα μας. Η ειρωνεία είναι ότι η χούντα του Παπαδόπουλου ήταν αυτή που ντε φάκτο έκλεισε τον κύκλο του αίματος. Οι δικτάτορες δεν είχαν περισσότερες ευαισθησίες από τις εκλεγμένες κυβερνήσεις που εφάρμοζαν την θανατική ποινή. Είχαν όμως την ανάγκη να δείξουν ένα εκδημοκρατισμένο προσωπείο, στην Ευρώπη που πίεζε. Η θανατική ποινή καταργήθηκε στη χώρα μας και ντε γιούρε ύστερα από πολλά χρόνια….

ΠΗΓΗ


ΠΑΣΚΚΕΔΙ

Πανελλήνιο Σωματείο Καταστημάτων και Καταναλωτών Εστίασης και Διασκέδασης. Εξειδικευμένο portal ενημέρωσης για τον κλάδο της Εστίασης και τους καταναλωτές.


ΚΑΛΕΣΤΕ ΜΑΣ