«Βαρύ» το κόστος της απόλυσης – Πώς επηρεάζει την επιχείρηση

3 Ιουνίου, 2019
«Βαρύ» το κόστος της απόλυσης – Πώς επηρεάζει την επιχείρηση
Σημαντική υποβάθμιση της ποιότητας ζωής του ανέργου και τεράστια απώλεια εισοδήματος συνεπάγεται η απόλυσή του και η απώλεια της εργασίας του.

«Βαρύ» το κόστος της απόλυσης – Πώς επηρεάζει την επιχείρηση

Σημαντική υποβάθμιση της ποιότητας ζωής του ανέργου και τεράστια απώλεια εισοδήματος συνεπάγεται η απόλυσή του και η απώλεια της εργασίας του. Το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ κατέγραψε έναν νέο δείκτη που εστιάζει στην απώλεια εισοδήματος από τη μετάπτωση ενός εργαζομένου σε άνεργο και υπολογίζει το κόστος απώλειας εργασίας, οριζόμενο ως η διαφορά ανάμεσα στο μέσο καθαρό εισόδημα ενός εργαζομένου και το μέσο καθαρό εισόδημα ενός ανέργου.

Τα στοιχεία του Ινστιτούτου δείχνουν ότι τα τελευταία χρόνια το κόστος απόλυσης για τους μισθωτούς παραμένει σταθερό υψηλό, γεγονός που σημαίνει ότι η απόλυση συνεπάγεται σημαντική υποβάθμιση για την ποιότητα ζωής του ανέργου.

Η διαπραγματευτική ισχύ Ειδικότερα, το χρηματικό κόστος από την απώλεια μιας θέσης εργασίας για ένα έτος ανήλθε κατά το 2018 σε 8.126 ευρώ, πόσο που αντιστοιχεί στο 50% του μέσου καθαρού εισοδήματος από εργασία. Όπως προαναφέραμε, ο δείκτης εστιάζει στην απώλεια εισοδήματος από τη μετάπτωση ενός εργαζομένου σε άνεργο και υπολογι’ζει το κόστος απώλειας εργασίας, οριζόμενο ως η διαφορά ανάμεσα στο μέσο καθαρό εισόδημα ενός εργαζομένου και το μέσο καθαρό εισόδημα ενός ανέργου.

Το υψηλό κόστος απώλειας εργασίας αποτυπώνει την περιορισμένη διαπραγματευτική ισχύ της εργασίας στην Ελλάδα. Το κόστος αυτό εμφανίζεται να έχει διαχρονική σταθερότητα στην ελληνική αγορά εργασίας με εξαίρεση τα έτη 2010 με 2012, κατά τα οποία εμφανίζεται σημαντική αύξηση του.

Το επίδομα ανεργίας αναπληρώνει μόλις το 27% του μέσου μισθού ενώ σημαντικό ρόλο στην αναπλήρωση εισοδήματος των ανέργων παίζουν τα οικογενειακά επιδόματα και τα μέτρα επιδότησης ενοικίου, που όμως δεν έχουν μετρηθεί καθώς εφαρμόζονται από το 2019. Το κόστος απώλειας εργασίας είναι μια σημαντική οικονομική μεταβλητή, καθώς προσδιορίζει τη διαπραγματευτική ισχύ των εργαζομένων και των συνδικάτων.

Οι δείκτες φτώχειας Στην ίδια έρευνα καταδεικνύεται πως από το 2014 και μετά οι δείκτες φτώχειας και οικονομικής ανισότητας σημειώνουν βελτίωση. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ο δείκτης φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού εμφανίζει σταθερή υποχώρηση επί τρία συναπτά έτη από 36% το 2014 σε 34,8% το 2017. Ενώ όμως οι δείκτες φτώχειας βελτιώνονται στον γενικό πληθυσμό δεν φαίνεται να ισχύει το ίδιο για τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα. Ειδικά για τους μισθωτούς, ο δείκτης υλικής υστέρησης από 14,2% το 2016 αυξήθηκε στο 15,6% το 2017.

Σε υπόμνημά τους – που υποβλήθηκε στην κυβέρνηση κατά τη διάρκεια της συζήτησης του νόμου για την καθιέρωση των αιτιολογημένων απολύσεων – επισημαίνουν ότι «θα πρέπει να γίνει μια συνολική, και δη ριζική, αναμόρφωση του δικαίου απόλυσης, που να αντιμετωπίζει τόσο το ζήτημα της αιτίας της απόλυσης όσο και, μεταξύ άλλων, το ζήτημα της καταβολής νόμιμης αποζημίωσης, όχι κατ’ ανάγκη στην κατεύθυνση της κατάργησής της, αλλά του εξορθολογισμού τόσο του καταβαλλόμενου ποσού όσο και των περιπτώσεων που θα πρέπει να καταβάλλεται».

Οι εκπρόσωποι των βιομηχάνων αναφέρονται στην υποχρέωση αιτιολόγησης της απόλυσης από τον εργοδότη και υπογραμμίζουν ότι μια τέτοια κίνηση θα λειτουργήσει ως «αντικίνητρο» για τους επιχειρηματίες που επιθυμούν να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας, και οι οποίοι «δραστηριοποιούνται ήδη σε ένα δύσκαμπτο και μη φιλικό προς νέες επενδύσεις επιχειρηματικό περιβάλλον».

Το χρηματικό κόστος από την απώλεια μιας θέσης εργασίας για ένα έτος ανήλθε κατά το 2018 σε 8.126 ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 50% του μέσου καθαρού εισοδήματος από εργασία, ενώ το επίδομα ανεργίας αναπληρώνει μόλις το 27% του μέσου όρου.

Οι ερμηνείες για τις «αιτιολογημένες απολύσεις» Ο «βάσιμος λόγος» για την αιτιολόγηση των απολύσεων εισάγεται για πρώτη φορά στην ελληνική αγορά εργασίας με τον νόμο 4611/2019, προκαλώντας πληθώρα ερμηνειών, αλλά και αντιδράσεων.

Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι η καταγγελία της εργασιακής σχέσης θα θεωρείται έγκυρη μόνο αν οφείλεται σε βάσιμο λόγο, κατά την έννοια του άρθρου 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη. Επίσης πρέπει να έχει γίνει εγγράφως, να έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση και να έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυόμενου στα τηρούμενα για τον ΕΦΚΑ μισθολόγια ή έχει ασφαλιστεί ο απολυόμενος.

Με τη διάταξη αυτή εισάγεται στο Ελληνικό Δίκαιο η αρχή της δικαιολογημένης καταγγελίας και τα δικαστήρια θα πρέπει να ερευνούν την ύπαρξη ή μη του βάσιμου λόγου της απόλυσης

Το βάρος της απόδειξης για πρώτη φορά το έχει ο εργοδότης, ενώ δίνεται έτσι η δυνατότητα στους εργαζομένους να διεκδικήσουν επαρκή αποζημίωση ή άλλη επανόρθωση, σε περίπτωση απόλυσης δίχως βάσιμο λόγο.

Ο λόγος λοιπόν απόλυσης θα πρέπει να σχετίζεται με την ικανότητα ή τη συμπεριφορά του εργαζομένου ή τις λειτουργικές απαιτήσεις της επιχείρησης, της εγκατάστασης ή της υπηρεσίας

Αστό μπορεί να σημαίνει μη εκτέλεση της εργασίας, επανειλημμένες απουσίες, μη τήρηση εχεμύθειας, μη συμμόρφωση με τις εντολές του εργοδότη, παράνομες πράξεις κ.λπ

Ο εργαζόμενος οφείλει να εκτελέσει με επιμέλεια την εργασία που ανέλαβε. Ο βαθμός της επιμέλειας του εργαζομένου κρίνεται με βάση τη σύμβαση, εν όψει του είδους της ανατεθείσας εργασίας, της μόρφωσης ή των ειδικών γνώσεων που απαιτούνται για την εργασία, καθώς και των ικανοτήτων και των ιδιοτήτων του εργαζομένου που ο εργοδότης γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει.

Ο εργαζόμενος ευθύνεται για τη ζημία που προξενείται στον εργοδότη από δόλο. Σε περίπτωση πρόκλησης ζημίας στον εργοδότη από αμέλεια του εργαζομένου κατά την εκτέλεση της εργασίας, το δικαστήριο μπορεί να απαλλάξει τον εργαζόμενο από την ευθύνη, ιδίως σε περίπτωση ελαφριάς αμέλειας, ή να κατανείμει τη ζημία μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου, καταλογίζοντας στον εργοδότη τη ζημία που αναλογεί στον επιχειρηματικό του κίνδυνο ή που παρίσταται δυσανάλογα σε σχέση με την ωφέλεια του εργαζομένου από τη σύμβαση.

Ωστόσο οι νέες διατάξεις έχουν δημιουργήσει πλήθος ερμηνειών για τον τρόπο εφαρμογής τους στην πράξη. Μία εξ αστών δίνει η Πανελλήνια Ομοσπονδία Φοροτεχνικών Ελευθέρων Επαγγελματιών (ΠΟΦΕΕ), η οποία αναφέρει τα εξής: «Στο έντυπο της καταγγελίας Ε6 του ΠΣ «Εργάνη», ερμηνεύοντας τη διάταξη του άρθρου 48 του Ν 4611/2019, κατά την εκτίμηση μας, πρέπει να γίνεται μια γενική αναφορά ότι «η καταγγελία γίνεται γιατί συντρέχει βάσιμος λόγος», χωρίς να εξειδικεύεται και να επεξηγείται ο βάσιμος λόγος.

Αν ο απολυθείς εργαζόμενος με σχετική αγωγή εγείρει θέμα ακυρότητας της καταγγελίας, θα κληθεί ο εργοδότης να αποδείξει ότι συνέτρεχε βάσιμος λόγος καταγγελίας της ατομικής σύμβασης εργασίας και προς τούτο θα οφείλει να αναφερθεί σε αυτόν (τον βάσιμο λόγο) για να αιτιολογήσει την καταγγελία της σύμβασης εργασίας». Η Ομοσπονδία υποστηρίζει πως <αο καθεστώς του αναιτιώδους της καταγγελίας δεν αλλάζει με τη διάταξη του άρθρου 48 του Ν. 4611/2019. Αυτό που αλλάζει είναι ότι σε περίπτωση αμφισβήτησης, το βάρος επίπληξης και απόδειξης της συνδρομής των προϋποθέσεων έγκυρης καταγγελίας φέρει πλέον ο εργοδότης, ενώ με το προϊσχύον πλαίσιο το βάρος αυτό το έφερε ο εργαζόμενος».

Πηγή: Βήμα τη Κυριακής


ΠΑΣΚΚΕΔΙ

Πανελλήνιο Σωματείο Καταστημάτων και Καταναλωτών Εστίασης και Διασκέδασης. Εξειδικευμένο portal ενημέρωσης για τον κλάδο της Εστίασης και τους καταναλωτές.


ΚΑΛΕΣΤΕ ΜΑΣ