Τρία χρόνια από την εκατόμβη στο Μάτι: «Τα νέα στοιχεία δικαιολογούν πλήρως στοιχειοθέτηση κακουργήματος»

23 Ιουλίου, 2021
fotia-mati-paralia

Τρία χρόνια συμπληρώνονται από την εκατόμβη στο Μάτι, ένας χρόνος από την αποκάλυψη της «Κ» για τις μεθόδους συγκάλυψης. Πλέον έχουν έρθει στο φως όχι μόνο τα λάθη και οι παραλείψεις, αλλά και η απίστευτα κυνική συμπεριφορά των άμεσα εμπλεκομένων σε αυτά. Οι αποκαλύψεις μπορεί να προκάλεσαν οργή στην κοινή γνώμη, αλλά οι άνθρωποι που έζησαν δραματικές ώρες, οι συγγενείς των 102 θυμάτων, ακόμα περιμένουν να αποδοθεί δικαιοσύνη, ως φόρος τιμής στους αδικοχαμένους.

 

Πριν από ένα χρόνο και μόλις λίγες ημέρες μετά τις αποκαλύψεις της «Κ», ο ανακριτής Αθανάσιος Μαρνέρης έστειλε αντίγραφα της δικογραφίας στην εισαγγελία ζητώντας, για δεύτερη φορά, συμπληρωματική δίωξη για τους κατηγορουμένους. Στο έγγραφό του διευκρίνιζε πως στο στάδιο στο οποίο βρισκόταν η υπόθεση δεν απαιτείτο «πλήρης δικανική πεποίθηση για τη στοιχειοθέτηση του δόλου, παρά μόνο επαρκείς ενδείξεις». Σύμφωνα με την έρευνά του, όχι απλώς υπήρχαν ενδείξεις, αλλά τα νέα στοιχεία «δικαιολογούν πλήρως τη στοιχειοθέτηση κακουργήματος». Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», την πρώτη φορά που οι εισαγγελείς είχαν κρίνει αρνητικά το αίτημά του για συμπληρωματική δίωξη (Ιούνιος 2020) δεν είχαν καν προηγουμένως ζητήσει να εξετάσουν τη δικογραφία. Τη δεύτερη φορά, όμως, είχαν θεωρητικά στη διάθεσή τους όλα τα νέα στοιχεία. Λίγες ημέρες πριν από τον Δεκαπενταύγουστο πήραν την απόφασή τους. Και ήταν και πάλι αρνητική. Το παράδοξο βέβαια ήταν πως ο ανακριτής ενημερώθηκε όχι από την εισαγγελία, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά από ένα… δημοσίευμα σε εφημερίδα. Τη 14η Αυγούστου δούλευε στο γραφείο του, όταν παρέλαβε και επισήμως την απάντηση: «Φρονούμε ότι εξακολουθούν να μην συντρέχουν ενδείξεις για την άσκηση συμπληρωματικής ποινικής δίωξης», του έγραφαν.

Ο ανακριτής δεν το έβαλε κάτω, συνέχισε να παίρνει απολογίες και καταθέσεις και τον Ιανουάριο έκανε και ένα τρίτο αίτημα για αναβάθμιση της κατηγορίας από πλημμέλημα σε κακούργημα. Στις 41 σελίδες του αιτήματός του περιέγραφε τις εγκληματικές παραλείψεις και στα τρία στάδια της φονικής πυρκαγιάς: στην έναρξή της, στη διαχείριση της κατάσβεσης και, τέλος, στο στάδιο της διάσωσης των ανθρώπων. Ο ανακριτής σημείωνε ότι η αναβάθμιση της κατηγορίας μπορούσε να γίνει αφού «στοιχειοθετείται το αδίκημα της κακουργηματικής μορφής της έκθεσης, καθώς ήταν αρμόδιοι εκ της θέσεως που κατείχαν να προβούν στις υπό κρίσιν ενέργειες, επέδειξαν όμως πλήρη αδιαφορία». Τέλη Ιανουαρίου, όμως, και αυτό το τρίτο αίτημα απορρίφθηκε.

Παράλληλα με την ανακριτική διαδικασία, τον τελευταίο χρόνο «έτρεχε» και η εισαγγελική έρευνα για τις απειλές, τους εκβιασμούς και τον εκφοβισμό που δέχθηκε ο πραγματογνώμονας Δημήτρης Λιότσιος από τον πρώην αρχηγό του Πυροσβεστικού Σώματος Βασίλη Ματθαιόπουλο. Την επομένη της αποκάλυψης της ηχητικής συνομιλίας από την «Κ», ο εισαγγελέας διέταξε την έρευνα, ενώ οι δύο άνδρες –Λιότσιος και Ματθαιόπουλος– αλληλομηνύθηκαν. Σχηματίστηκε δικογραφία και ο πρώην αρχηγός του Σώματος με δύο υπομνήματά του αμφισβήτησε τη «νομιμότητα συμπερίληψης, λήψης γνώσης και αποδεικτικής αξιοποίησης αυτού του ψηφιακού αρχείου ήχου». Ο εισαγγελέας πρωτοδικών Νικόλαος Αντωναράκος κλήθηκε να εισηγηθεί στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών εάν το ηχητικό ντοκουμέντο μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο δικαστήριο. Μελέτησε τη δικογραφία, τις καταθέσεις των εμπλεκομένων, καθώς και τα υπομνήματα του Ματθαιόπουλου, και στην πρότασή του, που αριθμεί 14 σελίδες, πρότεινε να παραμείνει στη δικογραφία η ηχογραφημένη συνομιλία.

Κατ’ αρχάς, διευκρίνιζε πως δεν αμφισβητείται πως πρόκειται για υποκλοπή, ούτε ο ίδιος προέβη σε ουσιαστική εκτίμηση του περιεχομένου – αφού δεν ήταν αυτό το ζητούμενο. Σημείωνε, πάντως, πως από την τεχνική ανάλυση που έγινε «δεν προέκυψαν ενδείξεις ή ίχνη που να δείχνουν στοιχεία νοηματικής ή φωνητικής ασυμβατότητας και ασυνέχειας και να υποδηλώνουν ότι το ηχητικό περιεχόμενο είχε στοιχεία αποκοπής, συρραφής ή μοντάζ». Το ηχητικό, επιβεβαίωνε και εκείνος, είναι γνήσιο. Συνέχιζε γράφοντας πως η επίμαχη συνομιλία έλαβε χώρα στο γραφείο του Ματθαιόπουλου χωρίς τη φυσική παρουσία άλλων μαρτύρων, και άρα ο Δημήτρης Λιότσιος δεν είχε άλλο στοιχείο ή τρόπο για να αποδείξει τους ισχυρισμούς του πέραν της προσωπικής του μαρτυρίας, που θα ερχόταν σε αντίθεση με τη μαρτυρία τού τότε αρχηγού: «Εάν δεν το είχε κάνει, θα έπρεπε να ανεχθεί την άσκηση πίεσης στο πρόσωπό του με σκοπό την αλλοίωση της κρίσης του ως οργάνου επιβοηθούντος τη Δικαιοσύνη ή να υποστεί κυρώσεις». Σημείωνε επίσης πως η επίμαχη συνομιλία, ανεξάρτητα από τον τρόπο και τον χρόνο που έλαβε χώρα, δεν ανάγεται στη σφαίρα της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής, αλλά «πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο των ανατεθειμένων σε αυτούς υπηρεσιακών καθηκόντων. (…) Η εκτέλεση τούτων υπόκειται σε δημόσιο έλεγχο και κριτική». Ενώ, λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα της συγκεκριμένης πραγματογνωμοσύνης, ενός τραγικού συμβάντος που είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια δεκάδων ανθρώπινων ζωών, ο εισαγγελέας έκρινε πως η προσπάθεια επηρεασμού αποτελεί σοβαρό εμπόδιο στην ουσιαστική διερεύνηση και ανεύρεση της αλήθειας: «Θα μπορούσε να είναι τροχοπέδη στην αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας», κατέληγε και για όλους τους παραπάνω λογούς πρότεινε να απορριφθεί το αίτημα του Βασίλη Ματθαιόπουλου και να συμπεριληφθεί στη δικογραφία η απομαγνητοφώνηση του ηχητικού. Την πρότασή του αυτή τώρα θα την κρίνει το Συμβούλιο.

Οι συνήγοροι του Λιότσιου, Ιωάννης Θ. Ηρειώτης και Βασίλειος Χ. Αρβανίτης, είναι αισιόδοξοι πως η απόφαση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών θα συνταχθεί με την πρόταση του εισαγγελέα. Αλλωστε, όπως σημειώνουν, μπορεί η καταγραφή των ιδιωτικών συνομιλιών να μην επιτρέπεται, αλλά η απαγόρευση αυτή κάμπτεται υπό προϋποθέσεις και έχει υπάρξει νομολογία στο παρελθόν σε αντίστοιχες υποθέσεις.

ΠΗΓΗ


ΠΑΣΚΚΕΔΙ

Πανελλήνιο Σωματείο Καταστημάτων και Καταναλωτών Εστίασης και Διασκέδασης. Εξειδικευμένο portal ενημέρωσης για τον κλάδο της Εστίασης και τους καταναλωτές.


ΚΑΛΕΣΤΕ ΜΑΣ