Η «επιστροφή» των «McDonald’s» στην Ρωσία είναι γεγονός από το περασμένο Σαββατοκύριακο. Ή, μάλλον, αυτά που «επέστρεψαν» είναι τα εκατοντάδες εστιατόρια της αμερικανικής αλυσίδας… χωρίς αυτήν.

Διότι, ως γνωστόν, τα «McDonald’s» εγκατέλειψαν – μαζί με άλλες ξένες εταιρίες – την Ρωσία, στο πλαίσιο του οικονομικού εμπάργκο εναντίον της Μόσχας μετά την εισβολή στην Ουκρανία τον περασμένο Φεβρουάριο.

Στην αγορά, όμως, όπως και στην φύση, δεν υπάρχουν κενά. Ένας Ρώσος μεγιστάνας του πετρελαίου από τη Σιβηρία αγόρασε τα 840 καταστήματα που είχε ο γίγαντας των fast food στην Ρωσία και, όπως γράφει η αμερικανική εφημερίδα «The New York Times», αφού σχεδόν όλες οι πρώτες ύλες προέρχονταν από το εσωτερικό της χώρας,  τα εστιατόρια είναι σε θέση να συνεχίσουν να σερβίρουν μεγάλο μέρος του ίδιου φαγητού.

Το «κόλπο», γράφει η εφημερίδα, μπορεί να πετύχει, σε μια υπογράμμιση της ανθεκτικότητας της ρωσικής οικονομίας απέναντι σε ένα από τα πιο έντονα μπαράζ κυρώσεων που έχει επιβάλει ποτέ η Δύση.

Τρεισήμισι μήνες μετά την έναρξη του πολέμου, διαπιστώνουν οι «New York Times», έχει καταστεί σαφές ότι οι κυρώσεις – και ο χείμαρρος των δυτικών εταιρειών που εγκατέλειψαν οικειοθελώς τη Ρωσία – απέτυχαν να διαλύσουν πλήρως την οικονομία ή να προκαλέσουν λαϊκή αντίδραση κατά του κ. Πούτιν.

Η Ρωσία πέρασε μεγάλο μέρος των 22 ετών της εξουσίας του κ. Πούτιν ενσωματώνοντας την παγκόσμια οικονομία. Το ξετύλιγμα επιχειρηματικών δεσμών τόσο μεγάλων και τόσο αλληλένδετων, όπως αποδεικνύεται, δεν είναι εύκολο.

Σίγουρα, οι επιπτώσεις των κυρώσεων θα είναι βαθιές και ευρείες, με τις συνέπειες να έχουν μόλις αρχίσει να εκδηλώνονται. Το βιοτικό επίπεδο στη Ρωσία μειώνεται ήδη, λένε οικονομολόγοι και επιχειρηματίες, και η κατάσταση είναι πιθανό να χειροτερέψει καθώς τα αποθέματα των εισαγωγών εξαντλούνται και περισσότερες εταιρείες ανακοινώνουν απολύσεις.

Ωστόσο, η οικονομική πτώση δεν είναι τόσο απότομη όσο περίμεναν ορισμένοι ειδικοί ότι θα ήταν μετά την εισβολή της 24ης Φεβρουαρίου. Ο πληθωρισμός εξακολουθεί να είναι υψηλός, περίπου 17% σε ετήσια βάση, αλλά έχει μειωθεί από το μέγιστο επίπεδο των τελευταίων 20 ετών τον Απρίλιο.

Η πραγματική «χείρα βοηθείας»

Πίσω από τις θετικές ειδήσεις, σύμφωνα με την εφημερίδα, κρύβεται ένας συνδυασμός παραγόντων που λειτουργούν προς όφελος του κ. Πούτιν. Ο κυριότερος από αυτούς: οι υψηλές τιμές της ενέργειας, οι οποίες επιτρέπουν στο Κρεμλίνο να συνεχίσει να χρηματοδοτεί τον πόλεμο, ενώ παράλληλα αυξάνει τις συντάξεις και τους μισθούς για να κατευνάσει τους απλούς Ρώσους. Τα έσοδα της χώρας από το πετρέλαιο έχουν αυξηθεί κατά 50% φέτος.

Επιπλέον, η επιδέξια δουλειά της Κεντρικής Τράπεζας απέτρεψε τον πανικό στις χρηματοπιστωτικές αγορές μετά την εισβολή και βοήθησε το ρούβλι να ανακάμψει από την αρχική του κατάρρευση. Τα ράφια των καταστημάτων, ως επί το πλείστον, παραμένουν γεμάτα, χάρη στα άφθονα αποθέματα και τις εναλλακτικές οδούς εισαγωγής που δημιουργούνται μέσω χωρών όπως η Τουρκία και το Καζακστάν – και το γεγονός ότι οι Ρώσοι καταναλωτές αγοράζουν λιγότερο.

Η επιβίωση της ρωσικής οικονομίας ενισχύει τη θέση του Βλάντιμιρ Πούτιν, καθώς ενισχύει την αφήγησή του ότι η Ρωσία θα σταθεί όρθια απέναντι στην αποφασιστικότητα της Δύσης να την καταστρέψει. Σε συνάντηση που είχε με νέους επιχειρηματίες, σε μια ανοικτή εκδήλωση, επέμεινε πως ακόμη και αν η Δύση δεν θα κάνει δουλειές με τη Ρωσία, ο υπόλοιπος κόσμος θα το κάνει.

«Δεν πρόκειται να έχουμε μια κλειστή οικονομία», δήλωσε ο κ. Πούτιν σε μια γυναίκα που ρωτούσε για τις επιπτώσεις των κυρώσεων. «Αν κάποιος προσπαθεί να μας περιορίσει σε κάτι, περιορίζει τον εαυτό του».

Ποιοι πλήττονται περισσότερο

Για τους πλούσιους, τα είδη πολυτελείας και τα iPhones εξακολουθούν να είναι ευρέως διαθέσιμα, αλλά πιο ακριβά, μεταφερόμενα στη Ρωσία από τη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία. Οι φτωχοί έχουν πληγεί από την άνοδο των τιμών, αλλά θα επωφεληθούν ως ένα βαθμό από την αύξηση κατά 10% των συντάξεων και του κατώτατου μισθού που ανακοίνωσε ο κ. Πούτιν τον περασμένο μήνα.

Αυτοί που επηρεάζονται περισσότερο από την οικονομική αναταραχή ανήκουν στην αστική μεσαία τάξη. Τα ξένα αγαθά και υπηρεσίες είναι πλέον πιο δύσκολο να βρεθούν, οι δυτικοί εργοδότες αποσύρονται και τα ταξίδια στο εξωτερικό γίνονται δύσκολα και απαγορευτικά ακριβά, ωστόσο αναλυτές σημειώνουν πως η συγκεκριμένη τάξη δεν έχει άλλη επιλογή: πρέπει να προσαρμοστεί σε ένα χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο.

Που οδεύει η οικονομία

Ο Chris Weafer, ένας σύμβουλος για μακροοικονομικά, που έχει επικεντρωθεί εδώ και καιρό στη Ρωσία, δημοσίευσε ένα σημείωμα προς τους πελάτες του την περασμένη εβδομάδα, όπως επισημαίνουν οι New York Times, λέγοντας ότι «ορισμένες από τις προηγούμενες υποθέσεις μας ήταν λανθασμένες». Ο πληθωρισμός και η συρρίκνωση της οικονομίας αποδείχθηκαν λιγότερο σοβαρές από ό,τι αναμενόταν, ανέφερε το σημείωμα.

Σε τηλεφωνική συνέντευξη με τους NYT, ο κ. Weafer περιέγραψε το οικονομικό μέλλον της Ρωσίας ως «πιο εξουθενωμένο», με χαμηλότερα εισοδήματα, αλλά με βασικά αγαθά και υπηρεσίες που εξακολουθούν να είναι διαθέσιμα. Μια μεγάλη εταιρεία χυμών, για παράδειγμα, προειδοποίησε τους πελάτες της ότι τα κουτιά της σύντομα θα είναι όλα λευκά λόγω έλλειψης εισαγόμενου μελανιού.

«Η οικονομία κινείται τώρα σε μια σχεδόν στάσιμη φάση όπου μπορεί να αποφύγει την κατάρρευση», δήλωσε.

Την Παρασκευή, με τον πληθωρισμό να σταθεροποιείται, η Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας μείωσε το βασικό της επιτόκιο στο 9,5% – το επίπεδο πριν από την εισβολή. Στις 28 Φεβρουαρίου, η τράπεζα το είχε αυξήσει στο 20 τοις εκατό για να προσπαθήσει να αποτρέψει μια οικονομική κρίση. Το ρούβλι, μετά την κατακόρυφη πτώση της αξίας του τις ημέρες μετά την εισβολή, διαπραγματεύεται τώρα σε υψηλά επίπεδα τεσσάρων ετών.

Ένας λόγος για την απροσδόκητη ισχύ του ρουβλίου είναι ότι η παγκόσμια ζήτηση ενέργειας αυξήθηκε κατακόρυφα μετά την έξοδο από την πανδημία. Μόνο τον Ιούνιο, η ρωσική κυβέρνηση αναμένει έκτακτη εισροή άνω των 6 δισεκατομμυρίων δολαρίων λόγω των υψηλότερων του αναμενόμενου τιμών ενέργειας, δήλωσε το υπουργείο Οικονομικών την περασμένη εβδομάδα.

Ταυτόχρονα, οι Ρώσοι καταναλωτές ξοδεύουν λιγότερα – ενισχύοντας περαιτέρω το ρούβλι και δίνοντας χρόνο στις ρωσικές εταιρείες να δημιουργήσουν νέες οδούς εισαγωγής.
Οι Ρώσοι αξιωματούχοι αναγνωρίζουν, ωστόσο, ότι οι πιο δύσκολες στιγμές για την οικονομία μπορεί να είναι ακόμη μπροστά. Η Elvira Nabiullina, επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας, δήλωσε την Παρασκευή ότι ενώ «η επίδραση των κυρώσεων δεν ήταν τόσο έντονη όσο φοβόμασταν στην αρχή», θα ήταν «πρόωρο να πούμε ότι το πλήρες αποτέλεσμα των κυρώσεων έχει εκδηλωθεί».

Για παράδειγμα, παραμένει ασαφές πώς οι ρωσικές εταιρείες θα είναι σε θέση να αποκτήσουν μικροτσίπ που χρησιμοποιούνται σε μια μεγάλη ποικιλία αγαθών. Στη συνάντηση του κ. Πούτιν με επιχειρηματίες, ένας προγραμματιστής δήλωσε ότι «ανησυχεί πολύ για τη μικροηλεκτρονική μας».

Ο κ. Πούτιν τότε παρενέβη: «Κι εγώ το ίδιο. Ειλικρινά».

Αναταράξεις στους εμπορικούς δεσμούς Ρωσίας – Δύσης

Οι δεσμοί που συνδέουν την οικονομία της Ρωσίας με τη Δύση, οι οποίοι τώρα λύνονται ως ένα βαθμό, χρονολογούνται εδώ και δεκαετίες – μερικές φορές περισσότερο από έναν αιώνα. Η Aeroflot, ο εθνικός αερομεταφορέας, απέκτησε δεκάδες νέα αεροσκάφη Boeing και Airbus και αυτοσυστήθηκε ως μια βολική αεροπορική εταιρεία για τους ανθρώπους που ταξιδεύουν μεταξύ Ευρώπης και Ασίας. Στα Ουράλια Όρη, ένα εργοστάσιο συνεργάστηκε με τη Siemens, τον γερμανικό κατασκευαστικό κολοσσό, για την παραγωγή σύγχρονων τρένων που θα αντικαθιστούσαν το σκουριασμένο σοβιετικό υλικό.

Απαγορευμένη από τη χρήση του ευρωπαϊκού εναέριου χώρου, η Aeroflot επικεντρώνεται τώρα σε δρομολόγια εσωτερικού και εργάζεται για να μεταπηδήσει σε ρωσικά αεροπλάνα – μια διαδικασία που θα διαρκέσει χρόνια. Η Siemens, η οποία κατασκεύασε τηλεγραφικές γραμμές σε όλη τη Ρωσική Αυτοκρατορία τη δεκαετία του 1850 και βοήθησε να μπει η χώρα στη βιομηχανική εποχή, ανακοίνωσε τον περασμένο μήνα ότι αποσύρεται από τη Ρωσία.

«Οι κυρώσεις πνίγουν την οικονομία, κάτι που δεν συμβαίνει με τη μία», δήλωσε ο Ιβάν Φεντιακόφ, ο οποίος διευθύνει την Infoline, μια συμβουλευτική εταιρεία για τη ρωσική αγορά που συμβουλεύει εταιρείες για το πώς να επιβιώσουν υπό τους ισχύοντες περιορισμούς. «Έχουμε αισθανθεί μόνο το 10 με 15 τοις εκατό της επίδρασής τους».

Αλλά όσον αφορά τα τρόφιμα, τουλάχιστον, η Ρωσία είναι πιο προετοιμασμένη. Όταν η McDonald’s άνοιξε στη Σοβιετική Ένωση το 1990, οι Αμερικανοί έπρεπε να φέρουν τα πάντα. Οι σοβιετικές πατάτες ήταν πολύ μικρές για να φτιάξουν τηγανητές πατάτες, οπότε έπρεπε να προμηθευτούν δικούς τους σπόρους πατάτας- τα σοβιετικά μήλα δεν ήταν κατάλληλα για την μηλόπιτα, οπότε η εταιρεία τα εισήγαγε από τη Βουλγαρία.

Αλλά μέχρι τη στιγμή που η McDonald’s αποσύρθηκε φέτος, τα ρωσικά καταστήματά της προμηθεύονταν σχεδόν όλα τα συστατικά τους από Ρώσους προμηθευτές. Έτσι, όταν η McDonald’s, η οποία απασχολούσε 62.000 εργαζόμενους στη Ρωσία, ανακοίνωσε τον Μάρτιο ότι αναστέλλει τη λειτουργία της επειδή δεν μπορούσε να «αγνοήσει τον άσκοπο ανθρώπινο πόνο που εκτυλίσσεται στην Ουκρανία», ένας από τους δικαιοδόχους της στη Σιβηρία, ο Αλεξάντρ Γκόβορ, κατάφερε να κρατήσει τα 25 εστιατόριά του ανοιχτά. Τον περασμένο μήνα, αγόρασε ολόκληρη τη ρωσική επιχείρηση της McDonald’s, για άγνωστο ποσό.

Οι τηγανητές πατάτες θα έχουν ρωσική ονομασία, σύμφωνα με το μενού που διέρρευσε σε ρωσική ταμπλόιντ. Και, δεδομένου ότι η μυστική σάλτσα είναι κατοχυρωμένη, δεν θα προσφέρεται Big Mac.

ΠΗΓΗ