Πώς επηρεάστηκε η ψυχική υγεία των εργαζομένων στην Ελλάδα από την πανδημία; Τα συμπεράσματα δύο ερευνών, η μία από τις οποίες εστιάζει στους εργαζόμενους στην υγεία, είναι ενδεικτικά…

Δύο στους τρεις εργαζόμενους-ες στη χώρα (68%) αισθάνονται νευρικότητα ή εσωτερική ταραχή, το 40% βρίσκεται σε υπερένταση με πιο  επιβαρυμένες τις γυναίκες όπως προκύπτει από την έρευνα που έκαναν από κοινού η Ernst & Young Ελλάδος, η Hellas EAP και το Εργαστήριο Πειραματικής Ψυχολογίας του Τμήματος Ψυχολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, θέλοντας να διερευνήσουν την έκταση και τις διαστάσεις του προβλήματος στη χώρα μας.

Από την έρευνα που αφορούσε τους εργαζόμενους στην υγεία την οποία πραγματοποίησε το Κέντρο Ημέρας Βαβέλ (ΑμΚΕ Συν-ειρμός) και το Εργαστήριο Εφαρμογών Διαπολιτισμικής και Κοινωνικής Ψυχολογίας του ΕΚΠΑ προέκυψε μεταξύ άλλων, όπως εξηγεί στο tvxs.gr ο  Νίκος Γκιωνάκης, ψυχολόγος, επιστημονικός υπεύθυνος του Κέντρου Ημέρας Βαβέλ, ότι το έντονο εργασιακό στρες, σχετίζεται με το κατά πόσο είναι προετοιμασμένος ο οργανισμός, τι στήριξη έχει το νοσοκομείο σε πρακτικό επίπεδο. Η ελλιπής προετοιμασία του φορέα εργασίας και η ανεπαρκής στελέχωση συσχετίστηκαν επίσης σημαντικά με υψηλότερο εργασιακό στρες, όπως έδειξε η έρευνα.

«Τι νόημα έχει να πάει να ζητήσει στήριξη από ειδικό ένας άνθρωπος, αν δεν βοηθάει καθόλου η καθημερινότητα στη δουλειά του; Αν είναι υποστελεχωμένο το νοσοκομείο, αν τον μεταθέτουν κάθε μέρα αλλού, αν είναι διαρκώς εξαντλημένος και φοβισμένος;» λέει ο κ. Γκιωνάκης, υπογραμμίζοντας την ανάγκη «…να ξεφύγουμε από τη λογική «το μέρος έναντι του όλου».

«Πρέπει οι παρεμβάσεις να είναι πολυεπίπεδες. Και να στηρίζουμε ψυχικά τους ανθρώπους αλλά και η πολιτεία να κάνει τη δουλειά της. Αυτή η καραμέλα εμβολιαστείτε να τελειώνουμε είναι σημαντική, αλλά δεν πάει από μόνη της. Εξασφαλίζεις ότι όσο είναι δυνατόν όλοι οι άνθρωποι έχουν πρόσβαση στην κάλυψη αναγκών. Έχουμε ανθρώπους άστεγους στο περιθώριο που έτρωγαν σε συσσίτια τα οποία όμως σταμάτησαν. Έπρεπε να καλύψουμε τις βασικές τους ανάγκες αρχικά και μετά να δούμε την ψυχολογική υποστήριξη.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο, χρειάστηκε να υποστηρίξουμε ανθρώπους που είχαν ανάγκη επαφή με άλλους. Στη δική μας υπηρεσία χρειάστηκε να προμηθεύσουμε τηλέφωνα σε ανθρώπους που δεν είχαν. Τους παίρναμε εμείς τηλέφωνα, για να συνεχίσουμε την παροχή φροντίδας. Φτιάξαμε site σε 6 γλώσσες με πρακτικές πληροφορίες και παραμύθια».

Περισσότεροι από 1 στους 2 ερωτώμενους ανέφεραν ότι δεν είχαν τα μέσα να κάνουν σωστά τη δουλειά τους

Η έρευνα στους εργαζόμενους στην υγεία,  διεξήχθη στο διάστημα από 14 Μαρτίου έως 7 Μαΐου 2021, περίοδο κατά την οποία η χώρα διένυε το δεύτερο παρατεταμένο lockdown.

«Η διαφορά στη δική μας έρευνα είναι ότι αφορούσε τους εργαζόμενους στην υγεία. Αυτούς που περιμένουμε να μας σώσουν και  οι οποίοι είναι πιο εκτεθειμένοι στον ιό» λέει ο κ. Γκιωνάκης.

Η έρευνα έδειξε ότι , όσο πιο αρνητικά αξιολόγησαν οι εργαζόμενοι την προετοιμασία, τη στελέχωση και τις υποδομές του φορέα τους, τόσο πιο πιθανό ήταν να αναφέρουν ότι κατά

την περίοδο της πανδημίας αυξήθηκε ο φόρτος εργασίας τους, οι εντάσεις και οι συγκρούσεις στον χώρο εργασίας, ότι δεν είχαν τα απαιτούμενα μέσα να κάνουν σωστά τη δουλειά τους, καθώς και ότι έχουν αισθανθεί πως κινδυνεύει η υγεία και η ασφάλειά τους στον χώρο εργασίας. Συνολικά, φαίνεται ότι οι ακατάλληλες και ανεπαρκείς συνθήκες εργασίας επιβαρύνουν περαιτέρω το εργασιακό στρες, αν και η αντίστροφη σχέση δεν αποκλείεται, δηλαδή να είναι το εργασιακό στρες που αποδιοργανώνει τον φορέα εργασίας όταν δεν λαμβάνονται μέτρα.

Πιο αναλυτικά, 2 στους 3 ερωτώμενους ανέφεραν ότι έχει αυξηθεί ο φόρτος εργασίας τους (76,1%), ότι έγιναν σημαντικές οργανωτικές αλλαγές ή αλλαγές προσωπικού (68,4%), ότι έχουν αυξηθεί οι εντάσεις και οι συγκρούσεις στον χώρο εργασίας (67%), ότι αντιμετώπισαν νέες καταστάσεις που δεν ήξεραν πώς να τις διαχειριστούν (67%) ή ότι αισθάνθηκαν πως κινδυνεύει η υγεία τους στον χώρο εργασίας (66,5%). Ενώ περισσότεροι από 1 στους 2 ερωτώμενους ανέφεραν ότι δεν είχαν τα μέσα να κάνουν σωστά τη δουλειά τους (53,6%) ή χρειάστηκε να εργαστούν πιο εντατικά από ό,τι συνήθως (53,4%).

Στη μετα – covid εποχή αυξήθηκε το ενδιαφέρον των ανθρώπων για την ψυχική τους υγεία

Ο κ. Γκιωνάκης σημειώνει πως τα αποτελέσματα των δύο ερευνών, είναι συμπληρωματικά μεταξύ τους. Τονίζει επίσης, πως έχουν μεγάλο ενδιαφέρον και τα ευρήματα που δείχνουν τις περιπτώσεις που η κρίση λειτουργεί ως ευκαιρία γι’αυτό στην έρευνα άνοιξαν όλη τη βεντάλια των συνεπειών, θετικών και αρνητικών :

«Στην έρευνα της ΕΥ,  το 63% δηλώνουν ότι η πανδημία τους ώθησε να ενδιαφερθούν περισσότερο για την ψυχική υγεία τη δική τους και των άλλων. Αποτελεί βασική προτεραιότητα  η ψυχική υγεία τους υγεία, σε σχέση με την προ covid εποχή. Εμείς, όταν ρωτήσαμε πως αισθάνονται οι εργαζόμενοι, είδαμε ότι σε ατομικό επίπεδο σχολιάστηκαν οι θετικές αντιδράσεις, ενώ οι αρνητικές σε διαπροσωπικό και κοινωνικό επίπεδο».  Προσθέτει μάλιστα, πως η κρίση έδωσε την ευκαιρία να μπουν στις έρευνες ερωτήματα που έχουν σχέση με το πως επηρεάζεται η κοσμοθέασή μας απέναντι στην ύπαρξη, στον κόσμο, θέματα που δεν μελετώνται συχνά.

Ο κ. Γκιωνάκης σημειώνει συμπερασματικά πως: «Πρέπει να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση με τρόπο πολυεπίπεδο και πολυτομεακό. Να σκεφτόμαστε συζευκτικά, όχι ή αυτό ή εκείνο αλλά αυτό και το άλλο. Οι κρίσεις είναι πολύπλοκα φαινόμενα και οι απαντήσεις οφείλουν να είναι τέτοιες επίσης.  Δεν μπορούμε να δίνουμε απλοϊκές απαντήσεις. Στην ανάγκη μας να απαντήσουμε γρήγορα, καταφεύγουμε σε υπεραπλουστεύσεις που παίρνουν τη μορφή της πόλωσης. Εμβολιασμένοι – ανεμβολίαστοι, συλλογική –  ατομική ευθυνη. Είναι και το ένα και το άλλο».

ΠΗΓΗ