Όλυμπος Νάουσα. Αφιέρωμα στο ιστορικό εστιατόριο της Θεσσαλονίκης

12 Δεκεμβρίου, 2020
olymposnaoysa
Η αναγέννηση ενός μύθου

000003-r-pers-coorect

 

Ήταν 24 Ιουνίου 1994 όταν το «Όλυμπος-Νάουσα», το «θρυλικό ρεστοράν», σφράγιζε τον γαστρονομικό του παράδεισο. Έκλεινε αμετάκλητα, γερασμένο, γεμάτο βιώματα, μνήμες από γεύσεις, μυρωδιές, γεγονότα, συνευρέσεις, κοσμικές εξόδους, γεύματα και δείπνα, όλα ταυτισμένα γύρω από τη γαστριμαργική απόλαυση. Έξι και πλέον δεκαετίες δεν ήταν λίγες. «Όλυμπος Νάουσα: Reserve με την ιστορία», έγραφε στην αυγή του 21ου αιώνα ευφάνταστος, νοσταλγικός και προφητικός τίτλος τοπικής εφημερίδας για το θρυλικό ρεστοράν και το διατηρητέο κτίριο που το στέγαζε – ένα από τα ελάχιστα εναπομείναντα αρχιτεκτονικά στολίδια. Το κοινό σχήμα της Grivalia Hospitality και της Μακεδονικά Ξενοδοχεία Α.Ε. πλειοδότησε στον διαγωνισμό εξαγοράς του ακίνητου της λεωφόρου Νίκης 5 έναντι 5.459.700 ευρώ, για να το μετατρέψει σε πολυτελές boutique ξενοδοχείο και να επαναλειτουργήσει βεβαίως το εμβληματικό εστιατόριο, όπως προβλέπει η κήρυξή του (1993) ως «μνημείου-έργου τέχνης» από το Υπουργείο Πολιτισμού.
Το εστιατόριο θα αναβιώσει πλήρως με την ιστορική του ονομασία, στον ίδιο χώρο, καθώς είναι χαρακτηρισμένη και η χρήση του, αλλά και η όψη του κτιρίου. Βρίσκεται σε εξέλιξη κλειστός αρχιτεκτονικός
διαγωνισμός με κατάθεση ιδεών από επιλεγμένα αρχιτεκτονικά γραφεία με εμπειρία στις ανακατασκευές εμβληματικών, διατηρητέων κτιρίων. Οι εργασίες αναμένεται να ξεκινήσουν στα τέλη του 2018 ή στις αρχές του 2019, με στόχο να ολοκληρωθούν το συντομότερο δυνατό.

i-anagennisi-enos-mythoy0
Με το άρωμα μιας άλλης εποχής: o σερβιτόρος Γιώργος Τζιότζιος ελάχιστες ημέρες πριν από το κλείσιμο του εστιατορίου.

Ο μύθος του χάνεται σε μια Θεσσαλονίκη που ανοικοδομείται και εκσυγχρονίζεται μετά τον επανασχεδιασμό του κατεστραμμένου από την πυρκαγιά του 1917 κέντρου της. Στο διώροφο κτίριο, που χτίστηκε το 1925 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ζακ Μοσσέ για να στεγάσει αρχικά τα «Ηνωμένα Ζυθοποιεία Όλυμπος-Νάουσα» και το ζυθοπωλείο-δοκιμαστήριο, διαδίδοντας τον «άριστο, κρύο και αφρώδες ζύθο», τέσσερις συνέταιροι, οι Θωμάς Τσελίδης, Εμμανουήλ Εμμανουηλίδης, Αντώνης Γεωργακόπουλος και Αριστοτέλης Σφήκας, εγκαινιάζουν το 1926 το εστιατόριο διατηρώντας τη διπλή ονομασία του προϋπάρχοντος ζυθοποιείου σε ελληνική και αγγλική επιγραφή: Olympos Naoussa Restaurant.

Κεντροευρωπαϊκός αέρας

Μέσα σε ένα κτίριο του εκλεκτικισμού, με στοιχεία μπελ επόκ και νεοκλασικισμού, το νέο κοσμοπολίτικο στέκι ξεχωρίζει για την αρχοντιά του, τα εδέσματά του, την πολυτέλεια: ψηλοτάβανες αίθουσες, ευρωπαϊκές ταπετσαρίες, ψάθινες βιεννέζικες καρέκλες, λευκά λινά τραπεζομάντιλα, σερβίτσια με το μονόγραμμα του εστιατορίου -ειδική παραγγελία του 1951 από τη Βαυαρία-, ασημένια μαχαιροπίρουνα και σκεύη, αμερικανικές σόμπες πετρελαίου, δροσερός κήπος στο αίθριο, τραπεζάκια στο πεζοδρόμιο της λεωφόρου Νίκης με θέα τη θάλασσα, έμπειροι και ευγενικοί σερβιτόροι με μαύρο παντελόνι, γιλέκο, άσπρο σακάκι, παπιγιόν και πετσέτα στον καρπό του αριστερού χεριού.

i-anagennisi-enos-mythoy1

i-anagennisi-enos-mythoy2

Στη «μικρή ελεγεία για έναν χώρο ευωχίας» («Όλυμπος-Νάουσα, 21 Ιουνίου 1994» του Άρι Γεωργίου, εκδόσεις Άγρα) η Βάνα Χαραλαμπίδου διατρέχει με λεπτομέρειες την ιστορία και όλες τις φάσεις της εξηντάχρονης πορείας του: ζυθοπωλείον, εστιατόριον, βαριετέ το ’42 (επιταγμένη από τους Γερμανούς, τουλάχιστον μία αίθουσά του μετατρέπεται σε βαριετέ με εξέχουσες εμφανίσεις: ορχήστρα τζαζ Κανελλίδη-Ζαχαροπούλου, Μαίρη Σοΐδου, Νινή Ζαχά κ.ά.), dancing restaurant το 1947, τουριστικόν-εστιατόριον το 1957, κοσμικό κέντρο, κλασικό ρεστοράν που συνδέθηκε με την κοινωνική, την κοσμική και την επιχειρηματική ζωή της πόλης. Μεγαλοαστοί, επιχειρηματίες, δικηγόροι και επιφανείς πολιτικοί λάμπρυναν τον χώρο του και έχτισαν τη μυθολογία του. Ανάμεσά τους οι Ελευθέριος Βενιζέλος, Ντ. Τσαλδάρης, αρχιεπίσκοπος Μακάριος, Φλέμινγκ, Αλεξ. Παπαναστασίου, Γ. Κονδύλης, Γ. Παπανδρέου, Ηλ. Ηλιού, Κων. Τσάτσος, Ευάγγ. Αβέρωφ, Κων. Καραμανλής, Ζισκάρ ντ’ Εστέν,  Κεμάλ Ατατούρκ, στρατάρχης Τίτο, αλλά και μέλη της τέως βασιλικής οικογένειας, αφού βέβαια είχε προηγηθεί ο «βασιλικός δοκιμαστής» στην κουζίνα του.

Η φήμη του είχε περάσει τα σύνορα. Την απογείωσε το δίπλωμα «Dreicers De Luxe Dining League» -Ένωση Καλοφαγάδων του Παρισιού- που του είχε απονείμει το 1961 για την ποιότητά του. Την κουζίνα του ύμνησαν γευσιγνώστες, συγγραφείς και ξένοι ανταποκριτές. «Το καλύτερο φαγητό της Ελλάδος», έγραφε ανταπόκριση από τη Θεσσαλονίκη (6.1.1968) στην Daily Τelegraph, για «τσουβάλια με στρείδια που τα έβαζαν να δροσίζονται μπροστά στην είσοδο του εστιατορίου» ο Μισέλ Μπιτόρ, εκθειάζοντας τα ονομαστά του εδέσματα, μαγειρεμένα με παραδοσιακές συνταγές: χουνκιάρ μπεγιεντί, μπουγιαμπέσα (ψαρόσουπα με όστρακα), σφυρίδα με αθηναϊκή μαγιονέζα, σούπες διάφορων ειδών και πίτες, ντολμάδες, σνίτσελ χόφμαν και βιεννουάζ, εντράδες, πατάτες pommes de paille, φιλετάκια μινιόν α λα μαδέρα, αλλά και το περίφημο μυδοπίλαφο που «έφευγε πακεταρισμένο για καλοφαγάδες των Αθηνών από τα γραφεία της Ολυμπιακής στην οδό Κομνηνών», όπως θυμάται ο σερβιτόρος Στέλιος Μυλωνάς. «Όλα ήταν από αγνά υλικά, όλα της ημέρας. Εντός του εστιατορίου τεμαχίζαμε το μοσχάρι, κόβαμε τον κιμά, παρασκευάζαμε τα γλυκά, πουτίγκες, στρούντελ, τη δική μας “φρυγανιά με σιρόπι”, νουγκατίνες, σοκολατένιες τρούφες. Κάθε φαγητό ήταν και σπεσιαλιτέ του καταστήματος. Ο κατάλογος άλλαζε κάθε μέρα», λέει στο «Κ».

i-anagennisi-enos-mythoy3
Ο Νεοκλής Οικονομίδης.

i-anagennisi-enos-mythoy4

Αναμνήσεις μιας ζωής

Ήταν ο νεότερος σερβιτόρος. Ξεκίνησε ως βοηθός στις αρχές του ’77, αμέσως μετά τον στρατό, για ένα χαρτζιλίκι, αλλά έμεινε μέχρι το κλείσιμό του. «Το μεροκάματο ήταν μεγάλο – πρόεκυπτε από το 10% επί της κατανάλωσης. Το φιλοδώρημα γενναιόδωρο. Οι συνθήκες εργασίας ασύλληπτες για την εποχή εκείνη», περιγράφει. Πάνω από 50 εργαζομένους μετρούσε τότε. Πολλοί από αυτούς συνταξιούχοι που συνέχιζαν να εργάζονται. «Για μας τους νεότερους, το “Όλυμπος-Νάουσα” ήταν μεγάλη σχολή. Έμαθα τρόπους σερβιρίσματος, συμπεριφοράς, επιχειρηματικότητας. “Ο πελάτης, και τη σκόνη του να αφήσει, είναι κέρδος”, μας έλεγε ο Αριστοτέλης Σφήκας (σ.σ. ο τελευταίος από τους τέσσερις συνεταίρους που είχε εξαγοράσει τα μερίδια των υπολοίπων και κράτησε την επιχείρηση μέχρι τα τελευταία χρόνια της λειτουργίας της). Ήταν εκεί ανελλιπώς έως την τελευταία μέρα. Πίσω από τον ξύλινο “μπάγκο” ή “μάρκα”, όπου κατέγραφαν τη διακίνηση των πιάτων. Τον θυμάμαι να σηκώνεται πάντα από την καρέκλα για να καλωσορίσει ή για να ευχαριστήσει κάθε πελάτη». Ψυχή στο μαγαζί ήταν ο διευθυντής-μετρ Πέτρος Τσούρης. Όλοι επί ποδός. Τίποτα δεν τους ξέφευγε. Με αετίσια μάτια αντιλαμβάνονταν κάθε κίνηση, κάθε απαίτηση του πελάτη.

Οι αναμνήσεις για τον Στράτο Σημιτζή περιστρέφονται γύρω από οικογενειακά γεύματα, εορταστικές συνευρέσεις, συνήθειες ετών, με κρατημένο πάντα το ίδιο τραπέζι. Στα εξωτερικά του τραπέζια έπιαναν ατέρμονες συζητήσεις μετά τη δουλειά στην εφημερίδα «Δράσις», που στεγαζόνταν σε διπλανό κτίριο, οι νεαροί τότε συντάκτες Γεράσιμος Δώσσας, Αντώνης Κούρτης, Γιάννης Νικολόπουλος, Λίτσα Φωκίδου, θυμάται ο δημοσιογράφος Φαίδων Γιαγκιόζης. Και οι νεότεροι, που ήταν τότε παιδιά, όπως ο Άρις Γεωργίου, ξεχωρίζει μνήμες από γενεθλιακά γεύματα με φίλους στο Δημοτικό μία φορά τον χρόνο, την απομάκρυνσή του ως «ντεμοντέ» ψυχαγωγίας στην εφηβική ηλικία και την επάνοδό του ως ενήλιξ θαμών μετά τη δεκαετία του ’80, στην περίοδο της παρακμής του, συμμετέχοντας εκών-άκων σε ένα θνησιγενές κίνημα αντίστασης. «…το βλέμμα ακολουθεί τα μπουριά έως το ταβάνι μέσα στα μουχλιασμένα του φατνώματα. Το χρώμα τους ταιριάζει απόλυτα με το βραστό σπανάκι που γαρνίρει τα πιάτα», περιέγραφε ήδη από τη δεκαετία του ’80 η Βελγίδα συγγραφέας Σόφι Μπας.

Ο σεισμός του ’78, η καθιέρωση της πενθήμερης εργασίας, η πρόσκληση ενδιαφέροντος για την πώλησή του ή την εκμίσθωση του ακινήτου από την Τράπεζα Κρήτης (είχε περάσει στην ιδιοκτησία της το 1985 από τον εφοπλιστή Ιωάννη Καρρά) σήμαναν την αρχή του τέλους για το εστιατόριο. Γερασμένο και  χωρίς νεότερο διάδοχο, άρχισε να πνέει τα λοίσθια. Δημοσιεύματα της εποχής υπογράμμιζαν το «χρονικό του προαναγγελθέντος θανάτου», ζητούσαν τη διάσωσή του και η διετής διαχείρισή του από τους εργαζομένους ναυάγησε. Το ρεστοράν «Όλυμπος-Νάουσα» είχε κλείσει τον κύκλο του. Είκοσι τρία χρόνια μετά γυρίζει σελίδα, για να συνεχίσει το αφήγημά του στον 21ο αιώνα… ■

ΠΗΓΗ


ΠΑΣΚΚΕΔΙ

Πανελλήνιο Σωματείο Καταστημάτων και Καταναλωτών Εστίασης και Διασκέδασης. Εξειδικευμένο portal ενημέρωσης για τον κλάδο της Εστίασης και τους καταναλωτές.


ΚΑΛΕΣΤΕ ΜΑΣ