Ο άνθρωπος της Εστίασης, επιφανής ομογενής της Ν. Ιερσέης Λουκάς Αρβανίτης, έφυγε από τη ζωή
ΠΙΣΚΑΤΑΓΟΥΕΪ. ΝΕΑ ΙΕΡΣΕΗ. Εφυγε από τη ζωή ο ομογενής Λουκάς Αρβανίτης σε ηλικία 72 ετών από τη Νέα Ιερσέη. Ενας άνθρωπος καλόψυχος, κοινωνικός, δραστήριος και πάντοτε με το χαμόγελο στα χείλη όπως τον περιγράφουν οι δικοί του άνθρωποι.
Γεννήθηκε στο χωριό Θίσβη της Βοιωτίας όπου και έζησε μέχρι τα 18 του.
Οι γονείς του ήταν αγρότες και ο Λουκάς τους βοηθούσε από μικρή ηλικία. Μόλις τελείωσε το Δημοτικό σταμάτησε το σχολείο. Ζούσε στο βουνό και δούλευε στα χωράφια.
Στα 18 του άφησε το αγαπημένο του χωριό και το 1966 έφυγε για το Οντάριο του Καναδά. Η κόρη του, Ελένη Αρβανίτη, περιγράφει τις περιπέτειες του πατέρα της μέσα από τις ιστορίες που ο ίδιος της εξιστόρησε για το πρώτο διάστημα παραμονής του στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. «Μια μέρα περπατούσε στο δρόμο και άκουσε κάποιον να μιλάει ελληνικά. Τότε, τον σταμάτησε και του είπε ‘θέλω δουλειά, βοήθησέ με’. Πήγαν σε ντάινερ και έπιασε δουλειά ως πιατάς».
Από το Οντάριο βρέθηκε στην Αμερική για ένα γάμο στη Νέα Ιερσέη. Δεν έφυγε ποτέ ξανά από εκεί. Ούτε γύρισε να πάρει τα πράγματά του. Πήρε τηλέφωνο να του τα στείλουν. Βρήκε αμέσως δουλειά στο Σάτελαιτ ντάινερ πάλι ως πιατάς. Εκεί ένας Γάλλος μάγειρας τον έμαθε να μαγειρεύει. Ετσι έμαθε γαλλική κουζίνα.
Ο ομογενής εργάστηκε σε πολλά εστιατόρια και το 1977 άνοιξε το πρώτο του μαγαζί. Εξι χρόνια μετά, άνοιξε και ένα καφέ ενώ το 2015 αγόρασε και ένα ντέλι.
Το 1986 γνώρισε τη σύζυγό του Ασπασία. Οπως λέει η κόρη του «γνωρίστηκαν σε ένα τραπέζι λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Μετά από 4 ημέρες της έκανε πρόταση γάμου και μετά από 4 μήνες παντρεύτηκαν».
Ο Αρβανίτης ήταν ενεργό μέλος της AHEPA για 47 χρόνια και μέλος του Παν Γκρεγκόριαν. Είχε γράψει δύο βιβλία για το αγαπημένο του χωριό, τη Θίσβη και είχε δημιουργήσει το ίδρυμα «Mc Louis Charitable Foundation» το οποίο έδινε υποτροφίες για το πανεπιστήμιο σε ομογενείς μαθητές.
«Είχε δραστηριοποιηθεί έντονα με την AHEPA και τις υποτροφίες. Ήθελε να μαζεύει χρήματα και να βοηθάει τον κόσμο. Συχνά τον άκουγες να παίρνει τηλέφωνο κάποιον και να του λέει: ‘Θα δώσεις λεφτά’»; ανέφερε η κόρη του και πρόσθεσε:
«Δούλευε μέχρι τώρα. Δεν ξεκουράστηκε καθόλου. Ελεγε θα πάρω την κυρά και θα μένουμε 6 μήνες στο χωριό και 6 μήνες στην Αμερική. Αλλά δεν πρόλαβε. Στα 72 του χρόνια, έζησε μια γεμάτη ζωή. Μέσα σε ένα χρόνο έκανε ζωή ολόκληρη. Κι ενώ η ζωή του δεν ήταν εύκολη, την έκανε αυτός όμορφή».