«Μπαμπά τι συμβαίνει όταν πεθαίνουμε;». «Δεν ξέρω, γιε μου. Κανείς δεν ξέρει στα σίγουρα. Γιατί δεν ρωτάς τo Google;».

Αν και πρόκειται για ένα ερώτημα που πραγματικά ούτε το Google μπορεί να απαντήσει, σίγουρα είναι πολλοί αυτοί που το έχουν θέσει στη μηχανή αναζήτησης.

Η φράση «googlαρέ το» ακούγεται εδώ και αρκετά χρόνια κάθε φορά που τίθεται ένα ερώτημα και κανείς από την παρέα δεν ξέρει ή δεν θυμάται την απάντηση. Εξάλλου αποτελεί και την εύκολη λύση. Δεν το ξέρεις; Googlαρέ το! Δεν το θυμάσαι; Googlαρέ το!

Η Google χρειάστηκε μόλις δυο δεκαετίες για να γίνει – κατά κοινή ομολογία – η εταιρεία που άλλαξε τον κόσμο. Ποια είναι όμως η ιστορία της; 

Το ταπεινό ξεκίνημα

Το ξεκίνημα ήταν μάλλον ταπεινό. Ουσιαστικά τα πάντα άρχισαν από ένα φοιτητικό πρότζεκτ στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ στην Καλιφόρνια.

Πριν από το Google υπήρχαν βέβαια μηχανές αναζήτησης αλλά πλέον έχουμε ουσιαστικά ξεχάσει πόσο δύσκολο ήταν να λάβει κανείς τα αποτελέσματα που πραγματικά χρειαζόταν.

Πίσω στο 1998, για παράδειγμα, αν πληκτρολογούσες τη λέξη «αυτοκίνητα» στο Lycos – που τότε ήταν μια από τις κορυφαίες μηχανές αναζήτησης – στις απαντήσεις που θα λάμβανες οι περισσότερες θα αφορούσαν σελίδες με πορνό.

Αυτό συνέβαινε γιατί οι σελίδες πορνό φρόντιζαν να χρησιμοποιούν πολλές λέξεις που ήταν δημοφιλείς στις αναζητήσεις, όπως «αυτοκίνητα», σε κείμενα και σημεία κλειδιά. Ο αλγόριθμος της Lycos λοιπόν «διαβάζοντας» τι λέξεις σε έστελνε στις σελίδες αυτές. Στην εποχή της Google αυτό φαντάζει γελοιωδώς απλοϊκό.

Πηγαίνοντας πίσω στην αρχή πάντως, οι ιδρυτές της Google, Λάρυ Πέιτζ και Σεργκέι Μπριν (φωτογραφία), αρχικά δεν ενδιαφέρονταν για την ανακάλυψη ενός καλύτερου τρόπου αναζήτησης.

Το κίνητρο

Το κίνητρο ήταν πιο επιστημονικό. Στον ακαδημαϊκό χώρο, όσο πιο συχνά γίνεται επίκληση μιας δημοσίευσης, τόσο μεγαλύτερη είναι η αξιοπιστία της. Οι Πέιτζ και Μπριν συνειδητοποίησαν λοιπόν ότι αν μπορέσουν να βρουν έναν τρόπο για να αναλύουν όλες τις συνδέσεις στον εκκολαπτόμενο παγκόσμιο ιστό του διαδικτύου θα μπορούσαν να κατατάξουν κάθε σελίδα ανάλογα με την αξιοπιστία της σε συγκεκριμένα θέματα.

Για να γίνει όμως αυτό έπρεπε να «κατεβάσουν» ολόκληρο το διαδίκτυο. Αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο καθώς κατέληξε σε υπερφόρτωση των σέρβερ του Πανεπιστημίου και στην σφοδρή αντίδραση των webmasters. Παρ’ όλα αυτά όμως κι ενώ οι Πέιτζ και Μπριν δούλευαν πάνω στον αλγόριθμό τους, γινόταν όλο και πιο σαφές ότι είχαν ανακαλύψει έναν πολύ καλύτερο τρόπο αναζήτησης στο διαδίκτυο.

Οι ιστοσελίδες πορνό με τις πολλές αναφορές στη λέξη «αυτοκίνητα», δεν παίρνουν ούτε αναφορές, ούτε λινκς από σελίδες που αφορούν τα αυτοκίνητα. Έτσι ψάχνοντας πια στη Google για «αυτοκίνητα» καταλήγεις σε σελίδες που αφορούν τα αυτοκίνητα.

Το ξεπέταγμα 

Από κει τα πράγματα έγιναν πολύ γρήγορα. Οι Πέιτζ και Μπριν προσέλκυσαν πολύ γρήγορα επενδυτές και από ένα φοιτητικό πρότζεκτ κατέληξαν στην ίδρυση μια ιδιωτικής εταιρείας στις 4 Σεπτεμβρίου του 1998. Πλέον είναι μια από τις μεγαλύτερες του κόσμου, φέρνοντας κέρδη δεκάδων δισεκατομμυρίων. 

Τα πρώτα χρόνια, ωστόσο, οι Πέιτζ και Μπριν έχασαν πολλά χρήματα χωρίς να γνωρίζουν πως και αν θα τα πάρουν πίσω. Δεν ήταν οι μόνοι. Στην εποχή της άνθησης του dotcom, μετοχές σε ζημιογόνες εταιρείες του διαδικτύου διαπραγματεύονταν σε παράλογες τιμές, με την προοπτική ότι τελικά θα κατέληγαν σε βιώσιμα επιχειρηματικά μοντέλα.

Διαφημίσεις pay-per-click

Η Google βρήκε το μοντέλο της το 2001: Διαφημίσεις pay-per-click. Οι διαφημιζόμενοι πληρώνουν την Google όταν κάποιος κάνει κλικ μέσα από την ιστοσελίδα τους, αφού έψαξε για συγκεκριμένους όρους. Η Google εμφανίζει τις διαφημίσεις των μεγαλύτερων πλειοδοτών μαζί με τα οργανικά αποτελέσματα αναζήτησης.

Από την πλευρά του, ο διαφημιζόμενος πληρώνει όταν φτάσει τον αριθμό των ανθρώπων που έχει συμφωνηθεί ότι θα επιδείξει ενδιαφέρον για το προϊόν του. Είναι πολύ πιο αποτελεσματικό από το να πληρώνεις για να διαφημιστείς σε μια εφημερίδα.

Κι αυτό γιατί ακόμη κι αν το αναγνωστικό της κοινό ταιριάζει με το δημογραφικό στόχο του διαφημιζόμενου, αναπόφευκτα οι περισσότεροι άνθρωποι που θα δουν την καταχώρηση της εφημερίδας δεν θα ενδιαφερθούν γι’ αυτό.

Τα διαφημιστικά έσοδα των εφημερίδων έχουν καταποντιστεί. Ο αγώνας των μέσων μαζικής ενημέρωσης για νέα επιχειρηματικά μοντέλα είναι προφανέστατα ένας οικονομικός αντίκτυπος της μηχανής αναζήτησης της Google.

Ο χρόνος είναι… χρήμα

H Google απέκτησε την αξία της βασιζόμενη σε κάτι που αντιστοιχεί με το χρήμα. Το χρόνο. «Ο χρόνος είναι χρήμα», λέει η έκφραση κι αυτό έβαλε σε εφαρμογή η εταιρεία, την εξοικονόμηση χρόνου.

Οι διάφορες μελέτες δείχνουν ότι το googling είναι τρεις φορές πιο γρήγορο από την εύρεση πληροφορικών σε μια βιβλιοθήκη – ακόμη κι αν αφαιρέσει κανείς τον χρόνο που χρειάζεται για να πάει εκεί. Ομοίως η εύρεση μιας επιχείρησης on line γίνεται τρεις φορές πιο γρήγορα απ’ ότι αν χρησιμοποιήσει κανείς έναν Χρυσό Οδηγό.

Ως ακόμη ένα πλεονέκτημα εκτιμάται η διαφάνεια των τιμών – όπως είναι ο σχετικός οικονομικός όρος. Το γεγονός δηλαδή ότι μπορείς να μεταβείς σε ένα κατάστημα, να βρεις  ένα προϊόν, να το αναζητήσεις στο Google και να δεις αν είναι αλλού διαθέσιμο σε καλύτερη τιμή. Αυτό είναι κάτι ενοχλητικό για το μαγαζί αλλά χρήσιμο για τον πελάτη. Επίσης μέσω Google μπορεί να εντοπίσει κανείς πολύ περισσότερα προϊόντα, αφού τα φυσικά καταστήματα περιορίζονται σε ευπώλητα προϊόντα.

Φυσικό μονοπώλιο; 

Μια αξιοπρεπής μηχανή αναζήτησης καθιστά εύκολο να βρεις ένα προϊόν ακόμη και στην περίπτωση που αναζητάς «βελόνα στα άχυρα», πράγμα που επέτρεψε την αύξηση των online καταστημάτων που προσφέρουν μεγαλύτερη ποικιλία.

Οι πελάτες με ειδικές επιθυμίες είναι πιο πιθανό να βρουν ακριβώς αυτό που θέλουν απ’ ότι αν πάνε στο πλησιέστερο τοπικό κατάστημα ή σούπερ μάρκετ. Και οι επιχειρηματίες μπορούν να πλασάρουν πολύ εξειδικευμένα προϊόντα, πιο σίγουροι ότι θα βρουν αγορά. Αυτό ακούγεται σαν μια εξαιρετική είδηση για τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις.

Αλλά υπάρχει ένα πρόβλημα. 

Η Google κυριαρχεί στην αγορά αναζήτησης καθώς χειρίζεται το 90% των αναζητήσεων σε όλο τον κόσμο. Οι επιχειρήσεις βασίζονται στην κατάταξη τους στην Google ιδιαίτερα αναφορικά με τα οργανικά αποτελέσματα της αναζήτησης. Και η Google ελέγχει τον αλγόριθμο που τα αποφασίζει.

Η Google δίνει μερικές συμβουλές για το πως θα αναζητούμε κάτι σωστά αλλά δεν υπάρχει διαφάνεια για το πως κατατάσσονται τα αποτελέσματα. Γιατί κάτι τέτοιο θα πρόδιδε πληροφορίες με τις οποίες θα μπορούσε κανείς να ξεγελάσει το σύστημα. Κι έτσι θα μπορούσαμε να γυρίσουμε πίσω στην εποχή που αναζητούσαμε «αυτοκίνητα» και καταλήγαμε σε σελίδες «πορνό».

Υπερεξουσία 

Δεν χρειάζεται να ψάξετε πολύ on line, στην ίδια την Google, για να βρείτε ιδιοκτήτες επιχειρήσεων και σύμβουλους στρατηγικής αναζήτησης που να εξεγείρονται απέναντι στην εξουσία της εταιρείας να τους «φτιάξει» ή να τους «καταστρέψει». Αν η Google αποφασίσει ότι η τακτική σας δεν της κάνει, μπορεί να σας υποβαθμίσει.

Ένας blogger καταγγέλλει ότι η Google είναι «δικαστής, ένορκος και δήμιος». «Μπορεί να τιμωρηθείτε για παραβίαση των κανόνων της, χωρίς να γνωρίζετε ποιοι είναι αυτοί οι κανόνες», λέει.

Το να προσπαθήσεις να καταλάβεις πως θα ευχαριστήσεις τον αλγόριθμο της Google είναι μάλλον σα να προσπαθείς να κατευνάσεις μια παντοδύναμη, ιδιότροπη και τελικά άγνωστη θεά. 

Θα μπορούσε κανείς να πει ότι τα αποτελέσματα στην κορυφή της Google είναι χρήσιμα σε όσους ψάχνουν. Όμως την ίδια ώρα, η τύχη είναι σκληρή για όσους κατατάσσονται χαμηλότερα. Κι αν τα αποτελέσματα αυτά σταματήσουν να είναι χρήσιμα, τότε κάποιοι άλλοι φοιτητές του Στάνφορντ θα εντοπίσουν το κενό στην αγορά και θα ανακαλύψουν έναν καλύτερο τρόπο αναζήτησης. Σωστά; 

Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Η αναζήτηση ήταν ένας ανταγωνιστικός τομέας στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Αλλά τώρα, αποτελεί ένα φυσικό μονοπώλιο, με άλλα λόγια, μια βιομηχανία στην οποία είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτύχει ένας ανταγωνιστής.

Ο λόγος; Ο καλύτερος τρόπος για να βελτιώσει κανείς τη χρησιμότητα των αποτελεσμάτων αναζήτησης είναι να αναλύσει σε ποιες συνδέσεις έχουν γίνει κλικς από τους ανθρώπους που έκαναν στο παρελθόν την ίδια έρευνα, καθώς και τι έχουν αναζητήσει οι χρήστες στο παρελθόν.

Και η Google έχει πολύ περισσότερα δεδομένα από οποιονδήποτε άλλο. Αυτό δείχνει ότι η εταιρεία μπορεί να συνεχίσει να διαμορφώνει την πρόσβασή μας στη γνώση για τις επόμενες γενιές.

Με πληροφορίες από το BBC