Εταιρείες καταγγέλλουν με προσφυγές τους: «Φωτογραφικός» ο διαγωνισμός Μηταράκη για τη σίτιση αιτούντων άσυλο

15 Απριλίου, 2021
sitisi

Ως «φωτογραφικός» καταγγέλλεται ο διαγωνισμός για τη σίτιση των αιτούντων άσυλο που έχει προκηρύξει το υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου.

Πρόκειται για έναν  γιγαντιαίο διαγωνισμό, η εκτιμώμενη αξία του οποίου μπορεί να ανέλθει και στα 900 εκατομμύρια ευρώ, ο οποίος αφορά την παρασκευή, μεταφορά και διανομή γευμάτων σε περίπου 41.000 αιτούντες άσυλο που φιλοξενούνται σε δομές σε όλη τη χώρα,

Ο διαγωνισμός βρίσκεται σε εξέλιξη και συγκεκριμένα στην Α΄ Φάση του. Κατά την ημερομηνία λήξης υποβολής προσφορών είχαν υποβληθεί, σύμφωνα με πληροφορίες, μόλις τρεις: Η πρώτη από την “ΑΦΟΙ ΚΟΜΠΑΤΣΙΆΡΗ Α.Ε.”¨και η δεύτερη από τΙς εταιρείες  ΓΕΥΣΗΝΟΥΣ και Vivartia. Η  τρίτη είναι μία προσφορά που έχουν υποβάλει από κοινού η εταιρεία ΠΑΛΙΡΡΟΙΑ και άλλες 15 επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον κλάδο της σίτισης.

Επιχειρηματίες που ασχολούνται με την παρασκευή και διανομή ζεστών γευμάτων και έχουν ανακηρυχθεί στο παρελθόν ανάδοχοι σε διαγωνισμούς για τη σίτιση μεταναστών και προσφύγων που φιλοξενούνται σε δομές βάλλουν κατά της νέας διαγωνιστικής διαδικασίας που προκήρυξε τον περασμένο Φεβρουάριο το υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου,

Όπως υποστηρίζουν οι όροι  που περιλαμβάνονται στη Διακήρυξη αυτού του  διαγωνισμού «μαμούθ», που ονομάζεται συμφωνία – πλαίσιο,  παραβιάζουν την ελληνική νομοθεσία και τις ευρωπαϊκές οδηγίες και “πνίγουν” τον υγιή ανταγωνισμό, καθώς αποκλείουν εκ προοιμίου τη συντριπτική πλειονότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων του κλάδου της σίτισης. Ισχυρίζονται, μάλιστα, ότι στην ουσία δεν πρόκειται για διαγωνιστική διαδικασία, αλλά για “απευθείας ανάθεση” στους μεγάλους παίκτες του κλάδου.

Κατά την άποψή τους όπως έχει δομηθεί ο διαγωνισμός καθώς και οι απαιτήσεις και οι προϋποθέσεις που θέτει μέσω της Διακήρυξης, είναι μοιραίο να οδηγήσει στην ανάδειξη δύο μειοδοτών που είναι εκ των προτέρων γνωστοί.

Οι επικριτές του εν λόγω διαγωνισμού ισχυρίζονται ότι με τους όρους που περιλαμβάνει η Διακήρυξη, έχει ήδη κατακυρωθεί πριν κάν ξεκινήσει η διαγωνιστική διαδικασία  στις εταιρείες “ΑΦΟΙ ΚΟΜΠΑΤΣΙΆΡΗ Α.Ε.”,  και ΓΕΥΣΗΝΟΥΣ — Vivartia,  αφού είναι οι μόνες που μπορούν να ανταποκριθούν στα απαιτούμενα που έχει θέσει το υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου.

Ήδη οι αιτιάσεις αυτές έχουν τεθεί στην κρίση της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών (Α.Ε.Π.Π.) και αν αποδειχθούν βάσιμες εκθέτουν την κυβέρνηση και κυρίως  τον υπουργό Μετανάστευσης και Ασύλου, Νότη Μηταράκη, ο οποίος τον περασμένο Φεβρουάριο είχε δηλώσει: «Όπως είχα δεσμευθεί στην Βουλή προχωράμε στη διενέργεια πολυετών διαγωνισμών – πλαίσιο για όλες τις ανάγκες του Μεταναστευτικού . Επιτυγχάνοντας διαφάνεια στις διαδικασίες, δυνατότητα αντιμετώπισης κάθε έκτακτου γεγονότος και τερματίζοντας  τις έκτακτες διατάξεις που είχε ψηφίσει η προηγούμενη κυβέρνηση».

Ζητούν ακύρωση της Διακήρυξης της Σύμβασης για τον αδικαιολόγητο αποκλεισμό τους

Η  Αρχή Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών αναμένεται μέσα στο προσεχές διάστημα  να αποφανθεί επί αιτήσεων αναστολών και λήψης προσωρινών μέτρων καθώς και κύριων προσφυγών.

Οι προσφυγές και οι αιτήσεις  στρέφονται κατά της Διακήρυξης της Σύμβασης – πλαίσιο  «Παροχής Υπηρεσιών παρασκευής, μεταφοράς και διανομής γευμάτων σε δομές φιλοξενίας πολιτών τρίτων χωρών ή ανιθαγενών που έχουν αιτηθεί διεθνή προστασία» και γενικότερα κατά της διαγωνιστικής διαδικασίας και έχουν κατατεθεί από επιχειρήσεις που εδώ και έτη δραστηριοποιούνται στη χώρα μας στον κλάδο παρασκευής και διανομής ζεστού φαγητού. .

Οι επιχειρήσεις που έχουν προσφύγει στην  Α. Ε.Π.Π. ζητούν την ακύρωση  της Διακήρυξης της Σύμβασης καθως και την αναστολή της διαγωνιστικής διαδικασίας σε όποιο στάδιο και αν ευρίσκεται αυτή, καθώς και τη λήψη κάθε κατάλληλου προσωρινού μέτρου, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της κύριας προσφυγής τους.

Όπως ισχυρίζονται οι προσφεύγοντες  οι απαιτήσεις που εισάγει το υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου  μέσω της Διακήρυξης, καθιστούν απαγορευτική τη συμμετοχή των περισσότερων εταιρειών του κλάδου της σίτισης, καθώς σε αυτές   μπορούν να ανταποκριθούν ελάχιστες επιχειρήσεις οι οποίες δεν υπερβαίνουν τις 2.. Έτσι, όπως ισχυρίζονται οι προσφεύγοντες,  περιορίζεται ο ανταγωνισμός, γεγονός που οδηγεί αφενός μεν «σε επίτευξη μη βέλτιστου αποτελέσματος για το δημόσιο αφετέρου δε στη μη νομιμότητα και κανονικότητα του διαγωνισμού».

Οι εταιρείες επιχειρηματολογώντας υπέρ του εννόμου συμφέροντός τους να ασκήσουν προσφυγή τονίζουν ότι δεν μπόρεσαν να υποβάλλουν προσφορά για το διαγωνισμό γιατί, όπως αναφέρουν «λόγω των μη νόμιμων απαιτήσεων που εισάγονται με τους προσβαλλόμενους δια της παρούσας όρους της Διακήρυξης, η επιχείρησή μας δεν υπέβαλε προσφορά και ούτως στερούμαστε ανεπίτρεπτα του δικαιώματος, παρά την περί του αντιθέτου βούλησή μας και την εν γένει δραστηριοποίησή μας στην διεκδίκηση παρόμοιων δημοσίων συμβάσεων αυτού του αντικειμένου και της ίδιας ακριβώς παροχής με τον ίδιο τρόπο διεκπεραίωσης».

Και συνεχίζουν υπογραμμίζοντας πως :«ενώ ως ατομική επιχείρηση διαθέτουμε την εμπειρία και την αναμφισβήτητη τεχνική και επαγγελματική καταλληλότητα και επάρκεια να εκτελέσουμε εμπροθέσμως και προσηκόντος το έργο για το οποίο προκηρύχθηκε ο Διαγωνισμός, οι όροι όμως που έχουν τεθεί στο κανονιστικό κείμενο της Διακήρυξης, οδηγούν στον αδικαιολόγητο αποκλεισμό μας και μας στερούν το δικαίωμα να υποβάλλουμε προσφορά , σε βλάβη όχι μόνο των οικονομικών μας συμφερόντων αλλά και του εν γένει ανταγωνισμού. Και τούτο διότι οι βασικές απαιτήσεις της Διακήρυξης απευθύνονται κατά την εκτίμησή μας σε έναν πολύ στενό κύκλο οικονομικών φορέων, εμποδίζοντας μας, ενώ δραστηριοποιούμαστε στον τομέα αυτό και διαθέτουμε τα τελευταία χρόνια εμπειρία σε όμοια έργα, αλλά και τεχνική και επαγγελματική επάρκεια, να υποβάλλουμε  προσφορά».

Απευθείας αναθέσεις με περίβλημα διαγωνιστικής διαδικασίας

Οι προσφεύγουσες επιχειρηματολογώντας υπέρ του μη νόμιμου συγκεκριμένων όρων της Διακήρυξης  εστιάζουν πρωτίστως στον κατά την άποψή τους “¨φωτογραφικό” χαρακτήρα της Διακήρυξης και συνεπώς της διαγωνιστικής διαδικασίας στο σύνολό της.

Χαρακτηριστικά, μία από τις εταιρείες στρέφεται κατά  της επιλογής του υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου να προκηρύξει έναν ενιαίο Διαγωνισμό για το σύνολο της επικράτειας και να τον επιμερίσει περιορισμένα και τεχνηέντως σε μόνο έξι γιγαντιαία τμήματα (Τμήμα 1. Βόρεια Ελλάδα, τμήμα 2. Νότια Ελλάδα, Τμήμα 3 ΠΕ Λέσβου, Τμήμα 4. ΠΕ Χίου, Τμήμα 5. ΠΕ Σάμου  και Τμήμα 6. Λοιπά Νησιά).

Με τον τρόπο αυτό, υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου «αποκλείει τον ελεύθερο ανταγωνισμό, την ίση μεταχείριση, προσκρούει στις αρχές της διαφάνειας και οδηγεί σε τεχνητούς περιορισμούς των συμμετεχόντων στον εν λόγω διαγωνισμό».

Και αυτό γιατί εκτινάσσεται σε δυσθεώρητα ύψη η συνολική εκτιμώμενη αξία του έργου διάρκειας τεσσάρων ετών (σ.σ. που μπορεί να φθάσει τα 823.673.600 ευρώ άνευ ΦΠΑ και τα 900 εκατ. ευρώ με συνυπολογισμό του ΦΠΑ), με συνέπεια να διαμορφώνονται σε υψηλά επίπεδα και τα κριτήρια της οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας των υποψήφιων αναδόχων, οι οποίοι θα πρέπει να διαθέτουν γενικό ετήσιο κύκλο εργασιών τα τρία τελευταία έτη κατά μέσο όρο τουλάχιστον ίσο με το 30% της μέγιστης εκτιμώμενης αξίας του έργου χωρίς ΦΠΑ.

Συνεχίζοντας, η προσφεύγουσα σημειώνει πως με αυτά τα κριτήρια «μόνο δύο εταιρείες έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν αυτοτελώς σε κάποια τμήματα του διαγωνισμού» και σε άλλο σημείο του δικογράφου επισημαίνει ότι αποτελεί παραδοξότητα και η απαίτηση του υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου σε περίπτωση υποβολής προσφοράς σε πέντε ή περισσότερα τμήματα κύκλο εργασιών τουλάχιστον ίσο με το 6% της μέγιστης εκτιμώμενης αξίας χωρίς ΦΠΑ του συνόλου των συμβάσεων που προβλέπονται για τη συνολική διάρκεια της συμφωνίας – πλαίσιο «συμπεριλαμβανομένης της προαίρεσης των συγκεκριμένων τμημάτων». Αυτή η απαίτηση έχει ως αποτέλεσμα «ναι μεν μικροί, μεσαίοι ακόμα και μεγάλοι οικονομικοί φορείς να μην μπορούν να συμμετέχουν στον διαγωνισμό, πλην όμως ο ένας ή οι δύο που μπορούν να συμμετέχουν αυτοτελώς να χρειάζονται μικρότερη οικονομική και χρηματοοικονομική επάρκεια αν συμμετέχουν σε 5 ή 6 τμήματα. Με τον τρόπο αυτό εξοβελίζονται οι περισσότερες, αν όχι όλες, οι επιχειρήσεις του χώρου και περιορίζουμε τον ανταγωνισμό σε μία ή δύο επιχειρήσεις γνωστές εκ των προτέρων».

Κατά την άποψη της προσφεύγουσας το υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου «με την υποδιαίρεση της συμφωνίας – πλαίσιο σε τεράστια τμήματα σε συνδυασμό με την δυσθεώρητη αύξηση της εκτιμώμενης αξίας κάθε επιμέρους σύμβασης παρεμποδίζει τον ανταγωνισμό και σε κάθε περίπτωση a priori αποτρέπει κάθε μικρομεσαία επιχείρηση ( όπου υπαγόμαστε και εμείς) και κάθε νέο παίκτη να εισέλθει στη σχετική αγορά ήδη από την Α΄ φάση του διαγωνισμού. Τα παραπάνω έχουν ως συνέπεια να διευκολύνεται η συμπαιγνία οικονομικών φορέων οι οποίοι μπορούν να συμμετέχουν στη διαγωνιστική διαδικσία με τιμή προνομιακή, αφού εκλείπει ο ανταγωνισμός, ακυρώνοντας το κριτήριο ανάθεσης που αποτελεί την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά με βάση τη χαμηλότερη τιμή σε καθαρά τυπικό και ουσιαστικά ανύπαρκτο. Εκ του αποτελέσματος, με βάση τα οικονομικά μεγέθη των μεγάλων επιχειρήσεων του χώρου, θα μπορούσε κάλλιστα,  “χαριτολογώντας”,  να ειπωθεί ότι πρόκειται για “απευθείας αναθέσεις” σε μεγάλες επιχειρήσεις με περίβλημα  διαγωνιστικής διαδικασίας»

Άλλη προσφεύγουσα εταιρεία υποστηρίζει ότι επιδιώκει την ακύρωση εν συνόλω της Διακήρυξης διότι  θέτει «δυσανάλογες, υπέρογκες και άκρως αυστηρές απαιτήσεις, απολύτως φωτογραφικές οι οποίες, είτε συνδυαστικά με άλλες είτε μεμονωμένα, συνθέτουν ένα πλαίσιο απαιτήσεων το οποίο αντικειμενικά παραβιάζει την αρχή της ισότητας των (εν δυνάμει) συμμετεχόντων, και την αρχή του ελεύθερου και υγιούς ανταγωνισμού, επιφέροντας δυσμενείς διακρίσεις σε βάρος των ενδιαφερόμενων οικονομικών φορέων, οι οποίοι διαθέτουν εν γένει την τεχνική και οικονομική ικανότητα και αξιοπιστία να ανταποκριθούν αξιοπρεπώς στο αντικείμενο του διαγωνισμού, δεν διαθέτουν, όμως, τις υπερβολικές και άκρως δυσανάλογες απαιτήσεις που τίθενται ως κριτήρια ποιοτικής επιλογής.

΅Συνεχίζοντας η ίδια εταιρεία υποστηρίζει ότι: «Οι απαιτήσεις αυτές υπερβαίνουν τα άκρα όρια ακόμη και αυτής της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που το υφιστάμενο εθνικό και ενωσιακό νομοθετικό πλαίσιο παρέχει στην αναθέτουσα αρχή ως προς τη θέσπιση των κριτηρίων καταλληλότητας, ως εκ τούτου περιορίζουν την ανάπτυξη του ανταγωνισμού. Τούτο, διότι όχι μόνον προσδίδουν αθέμιτο πλεονέκτημα στους ελάχιστους έως δύο (2) υποψηφίους έναντι της πλειονότητας των κατά τα άλλα όλως ικανών και αξιόπιστων φορέων, κατ’ αντίθεση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και διαφάνειας, αλλά κατ’ ουσίαν οδηγούν σε απευθείας ανάθεση τις εκτελεστικές συμβάσεις, μετά την διεξαγωγή της Β’ Φάσης της διαδικασίας, διότι δύο (2) οικονομικοί φορείς αναμένεται να κληθούν να συμμετάσχουν σε αυτήν, μη υπαρχόντων περισσότερων οικονομικών φορέων στον κλάδο οι οποίοι να καλύπτουν τα κριτήρια ποιοτικής επιλογής».

Όπως σημειώνει άλλη εταιρεία στην προσφυγή της  «με τις συγκεκριμένες απαιτήσεις χρηματοοικονομικής επάρκειας και τεχνικής και επαγγελματικής ικανότητα οι οποίες τίθενται από την προσβαλλόμενη Διακήρυξη, μόνον δύο ή τρεις οικονομικοί φορείς που δραστηριοποιούνται στο αντικείμενο της υπόψη Διακήρυξης τις καλύπτουν, όπως αναλυτικώς εκθέτουμε κατωτέρω όπου και παραπέμπουμε προς αποφυγή επαναλήψεων, οι οποίοι και θα υποβάλλουν προσφορά προκειμένου να τους κατακυρωθούν ένα ή περισσότερα τμήματα της συμφωνίας – πλαίσιο, καθώς, εξάλλου, οι τεθείσες απαιτήσεις κατ’ ουσίαν αυτούς φωτογραφίζουν

Αφανισμός ενός κλάδου

Σε άλλο σημείο της προσφυγής της μια από τις εταιρείες κάνει λόγο για όρους του διαγωνισμού που θα οδηγήσουν αφανισμό του κλάδου της σίτιισης, αναφέροντας: «οι προσβαλλόμενοι, μη νόμιμοι όροι, παραβιάζουν προδήλως τους κανόνες που αφορούν στην ποιοτική επιλογή των συμμετεχόντων, αποστερώντας μας του δικαιώματος συμμετοχής και οδηγώντας μας σε εξόντωση, ενώ ταυτόχρονα περιορίζουν ανεπίτρεπτα και αναίτια τον ελεύθερο ανταγωνισμό, σε σημείο μάλιστα που κατ’ ουσίαν να αποκλείουν τη συμμετοχή της πλειονότητας των ενδιαφερομένων οικονομικών φορέων, εξίσου κατά τ’ άλλα ικανών στην εκτέλεση συμβάσεων τμημάτων αυτού, οδηγώντας κατ’ επέκταση έναν ολόκληρο επιχειρηματικό κλάδο σε αφανισμό.

Παράλληλα στην ίδια προσφυγή αναφέρεται ότι: «Η αποστέρηση του δικαιώματος συμμετοχής μας στην προκηρυχθείσα διαδικασία, καθ’ ο μέρος ερείδεται στους βαλλόμενους όρους αντιβαίνει προδήλως στις διατάξεις του ν. 4412/2016, ο οποίος συνιστά το κανονιστικό πλαίσιο δημοπράτησης, στην ενωσιακή νομολογία και νομοθεσία, στις αρχές της ενθάρρυνσης της ευρύτερης δυνατής συμμετοχής στους δημοσίους διαγωνισμούς, της ανάπτυξης υγιούς ανταγωνισμού και της ίσης μεταχείρισης, προξενώντας στην εταιρεία μας ανεπανόρθωτη βλάβη, καθώς οδηγούμαστε σε εξόντωση, αλλά και βλάβη του δημοσίου συμφέροντος, αφενός διότι η ελάχιστη συμμετοχή οικονομικών φορέων σε δημόσιους διαγωνισμούς δεν επιτυγχάνει το βέλτιστο τεχνικό και οικονομικό αποτέλεσμα, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, αφετέρου δε, διότι με την υπόψη Διακήρυξη καταστρέφεται ένας ολόκληρος επιχειρηματικός κλάδος, σε κάθε περίπτωση δε, «κλείνει» η σχετική αγορά για τέσσερα έτη κατ’ ελάχιστο.

Άλλη εταιρεία σημειώνει στην προσφυγή της «εν προκειμένω παραλείπεται, καθ’ υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της αναθέτουσας αρχής, η οποία οφείλει να περιφρουρήσει έστω κάποια ψήγματα ανταγωνισμού στον γιγαντιαίων διαστάσεων διαγωνισμό (κλειστή διαδικασία) που έχει προκηρύξει. Ενδεχομένως η παράλειψη αυτή ερείδεται στη σκέψη ότι ο περιορισμός θα ήταν ανεφάρμοστος, άλλως με δυσκολία θα εφαρμοζόταν, καθώς θα οδηγούσε σε απευθείας ανάθεση των επιμέρους Τμημάτων, λόγω του ιδιαίτερα μικρού αριθμού των οικονομικών φορέων οι οποίοι καλύπτουν τα κριτήρια ποιοτικής επιλογής, ως προεκτέθηκε και θα καθιστούσε έτι περαιτέρω κραυγαλέο τον φωτογραφικό σχεδιασμό της όλης διαδικασίας, προς όφελος συγκεκριμένων οικονομικών φορέων, και προς καταστροφή των λοιπών επιχειρήσεων του κλάδου » .

Αναγκαστική ένωση εταιρειών

Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, επίσης,  ότι η Διακήρυξη  εισάγει άκρως δυσανάλογες με τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά  απαιτήσεις ως προς τα κριτηρια ποιοτικής επιλογής  των υποψηφίων με συνέπεια ακόμα και οι μεγάλες επιχειρήσεις του χώρου, τις οποίες ευνοεί,  να οδηγούνται σε αναγκαστικές ενώσεις, ιδιαίτερα αν θέλουν να αναλάβουν ένα από τα τμήματα στα οποία χωρίζεται ο διαγωνισμός. Κάτι τέτοιο, όμως, όπως ισχυρίζονται περιορίζει τον ανταγωνισμό και παραβιάζει την οικονομική ελευθερία.

Χαρακτηριστικά στις προσφυγές για το ζήτημα αυτό αναφέρουν τα εξής:

«σύμφωνα με τον Γενικό Κύκλο Εργασιών και την απαιτούμενη  από τη Διακήρυξη τεχνική ικανότητα (εν προκειμένω ειδικός τζίρος) των μεγαλύτερων εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή ζεστών γευμάτων, καμία μόνη της δεν μπορεί να συμμετάσχει σε ένα μόνο τμήμα, αλλά, για τη συμμετοχή σε ένα τμήμα θα πρέπει να ενωθούν και δη αναγκαστικά, οι τέσσερις μεγαλύτερες εταιρείες! »

Σε άλλο σημείο των προσφυγών αναφέρεται:  «οι απαιτήσεις αυτές είναι άκρως δυσανάλογες με τις συνθήκες που επικρατούν στη σχετική αγορά. Όποιος και αν είναι ο σκοπός της σύμβασης, όποιες και αν είναι οι ανάγκες της αναθέτουσας αρχής, δεν επιτρέπεται να προδιαγράφονται απαιτήσεις και τιμές δεικτών υπερβολικές, αυθαίρετες και εκτός πραγματικότητας αποκλείοντας ακόμα και τις μεγαλύτερες και πλέον εύρωστες εταιρείες του χώρου (αφού μόνον τέτοιες επιτρέπεται να συμμετάσχουν στον διαγωνισμό σύμφωνα με τον όρο 2.2.4) από μεμονωμένη συμμετοχή για οποιοδήποτε Τμήμα του διαγωνισμού. Εφόσον δε, επιθυμούν να υποβάλουν συμμετοχή σε ένα μόνον Τμήμα, τότε θα πρέπει να οδηγηθούν σε αναγκαστική ένωση οι τέσσερις (4) μεγαλύτερες εταιρείες του χώρου, το οποίο και αυτό περιορίζει τον ανταγωνισμό. Και τούτο διότι όταν μία απαίτηση δεν στοιχείται προς τις πραγματικές συνθήκες, αντικειμενικά στρεβλώνει και κάμπτει – όχι μόνο τον ανταγωνισμό – την αιτιολογική σκέψη 2 της Οδηγίας 24 που σκοπεί στη διευκόλυνση συμμετοχής μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) στις δημόσιες συμβάσεις και στην, κατ’ επέκταση, αύξηση της αποδοτικότητας των δημόσιων δαπανών. Με άλλα λόγια, υπό καμία εκδοχή οι όροι αυτοί δεν μπορούν να θεωρηθούν δίκαιοι, εύλογοι και νόμιμοι

Ακόμη υποστηρίζουν πως για τα μικρότερα τμήματα της διαγωνιστικής διαδικασίας  (Τμήματα 3 – 6), «καθίσταται εμφανές ότι η υπόψη απαίτηση κατατείνει, κατ’ αντικειμενικό κριτήριο, σε αναπόφευκτο περιορισμό του ανταγωνισμού και σε ελάχιστη συμμετοχή, καθώς, η εκπλήρωση του κριτηρίου επιτυγχάνεται από ελάχιστους έως ενός υποψηφίους, αλλά και αυτοί σε (αναγκαστική) ένωση».

Υποστηρίζουν ακόμη ότι «οι υπέρογκες απαιτήσεις ως προς τα κριτήρια επιλογής θεσπίζουν κατ’ ουσίαν υποχρέωση σχηματισμού «ένωσης οικονομικών φορέων», προκειμένου να υποβληθεί παραδεκτή προσφορά / αίτηση συμμετοχής στο στάδιο της προεπιλογής, το οποίο συνιστά παράβαση της οικονομικής ελευθερίας, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθ. 5 του Συντάγματος, και συνιστά πυλώνα της Ε.Ε., θεμελιώδες προαπαιτούμενο της ίδιας της οργανωτικής δομής της Ε.Ε. ως κατεξοχήν οικονομικής ένωσης. Πρόκειται για την ελευθερία του καθενός να συμμετέχει στην αγορά και να προσδιορίζει τη συμπεριφορά του στα πλαίσια της προσφοράς και της ζήτησης, διασφαλίζοντας τον ανταγωνισμό ως οικονομική διαδικασία ή κατάσταση” και σε άλλο σημεί αναφέρεται ότι “σχεδόν το σύνολο των εταιρειών που δραστηριοποιείται στο χώρο πρέπει να συνασπισθεί σε ενώσεις – μαμούθ, προκειμένου να καλύψει τα απαιτούμενα κριτήρια ποιοτικής επιλογής»..

Ασφυκτικές προθεσμίες

Οι προσφεύγουσες επιχειρήσεις κάνουν λόγο και για ασφυκτικές προθεσμίες υποβολής προσφοράς σε σχέση με τον κρίσιμο χρόνο δημοσίευσης της Διακήρυξης σε συνάρτηση με τον προϋπολογισμό του έργου και τα επιμέρους οικονομικά μεγέθη που περιλαμβάνει.

Χαρακτηριστικά αναφέρουν ότι στην προκειμένη περίπτωση το υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου «φαινομενικά τήρησε τις ελάχιστες αναγκαίες προθεσμίες που απαιτεί ο νόμος» . Όμως στην πραγματικότητα το υπουργείο «έχει ενεργήσει με τρόπο καταχρηστικό και εξόχως περιοριστικό του ανταγωνισμού, παραβιάζοντας τη συνοδή υποχρέωση που απορρέει από το  κείμενο του ν. 4412/2016 για συνεκτίμηση παραγόντων που αφορούν την πολυπλοκότητα της σύμβασης και το χρόνο προετοιμασίας αυτής, που εν προκειμένω προδήλως συντρέχουν»

Και προσθέτουυν: «Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι λόγω των οικονομικών μεγεθών που θεσπίζει ο παρών διαγωνισμός, εξωθεί πρακτικά και αναγκαστικά το σύνολο σχεδόν των συμμετεχόντων σε συνεργασίες και μεγάλα σχήματα, προκειμένου να καλυφθεί σωρευτικά η υπέρογκη τεχνική και οικονομική επάρκεια που ζητείται. Οι συνεργασίες αυτές για να διερευνηθούν, αποφασισθούν εγγράφως συμφωνηθούν και αποτυπωθούν, μετά από συνεκτίμηση των επιχειρηματικών συμφερόντων των συμβαλλόμενων οικονομικών φορέων, προδήλως απαιτούν χρόνο μεγαλύτερο των 10 ημερών από εκείνον που χορήγησε η παρούσα προκήρυξη για υποβολή προσφοράς. Είναι βέβαιο ότι η χορήγηση της εν λόγω ασφυκτικής προθεσμίας, εμποδίζει μετά βεβαιότητας την ανάπτυξη υγιούς ανταγωνισμού, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς, το ότι πρόκειται για συμφωνία πλαίσιο, μεγάλης διάρκειας με εξαιρετικά δυσχερή κάλυψη κριτηρίων επιλογής και μόνο μετά από συνεργασίες που είναι αμφίβολο αν θα βρεθούν και καταλήξουν σε συμφωνία. Αν δε σε όλα αυτά τα ανωτέρω συνεκτιμηθεί ότι η χώρα βρίσκεται σε περιοριστικά μέτρα λόγω πανδημίας με το ανθρώπινο δυναμικό των φορέων που θέλουν να συμμετάσχουν να είναι υποχρεωμένο να εργάζεται σε συγκεκριμένο ποσοστό από απόσταση, δυσχεραίνοντας τον συντονισμό όλων των ενεργειών, καθίσταται προφανές ότι η Αναθέτουσα Αρχή εν προκειμένω έχει παρανομήσει και έχει παραβιάσει τη βασικότερη αρχή των διαδικασιών ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων που είναι ο υγιής ανταγωνισμός».

Οκταετής η διάρκεια της σύμβασης

Ένας άλλος ισχυρισμός που προβάλλεται αφορά την καταστρατήγηση του άρθρου 39 του ν. 4412/2016 που ορίζει ότι η διάρκεια μιας συμφωνίας πλαίσιο δεν υπερβαίνει τα τέσσερα έτη, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων, δεόντως δικαιολογημένων, ιδίως λόγω του αντικειμένου της συμφωνίας πλαίσιο.

Σύμφωνα με τους προσφεύγοντες η καταστρατήγηση του άρθρου 39 συνίσταται στο ότι η συμπερίληψη του δικαιώματος προαίρεσης ποσοστού 100% που έθεσε το υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου στα κριτήρια σε συνδυασμό με τον όρο στον οποίο προβλέπεται ότι η διάρκεια των εκτελεστικών συμβάσεων μπορεί να υπερβαίνει τον χρόνο λήξης της συμφωνίας – πλαίσιο “μετέτρεψε”ή άλλως “έθεσε τα θεμέλια”ώστε η διάρκεια της σύμβασης – πλαίσιο να επιμηκυνθεί από τετραετή σε οκταετή.

Όπως εππισημαίνουν στη συνέχεια υπό το πρίσμα αυτό το υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου «παραβίασε το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τη διαδικασία σύναψης συμβάσεων προμηθειών και υπηρεσιών δημοσίου καθώς η διάρκεια μιας συμφωνίας – πλαίσιο δεν πρέπει να υπερβαίνει τα τέσσερα έτη, εκτός εάν συντρέχουν εξαιρετικές περιπτώσεις που πρέπει να αιτιολογηθούν και εν προκειμένω κατά την εκτίμησή μας δεν αιτιολογήθηκαν».

Υποστηρίζουν ότι ο προσδιορισμός του ανώτατου ορίου της χρονικής διάρκειας μιας συμφωνίας πλαίσιο είναι αναγκαίος διότι «διασφαλίζει το περιοδικό άνοιγμα της αγοράς στον ανταγωνισμό ώστε να αποτρέπεται ο κίνδυνος να ευνοούνται φαινόμενα συγκέντρωσης της αγοραστικής δύναμης και να δημιουργούνται μονοπωλιακές πρακτικές σε βάρος του υγιούς ανταγωνισμού, της αρχής της ισότητας και της αρχής της διαφάνεια».

Η μείωση της απαιτούμενης εμπειρίας σε όσα περισσότερα Τμήματα συμμετέχει ένας οικονομικός φορέας

Ένα άλλο ζήτημα που θέτουν οι προσφεύγοντες είναι ότι «η προσβαλλόμενη Διακήρυξη υιοθετεί ένα σύστημα μείωσης του ποσοστού της απαιτούμενης επαγγελματικής εμπειρίας σε όσο περισσότερα Τμήματα υποβάλει προσφορά ένας οικονομικός φορέας. Συμμετέχων ο οποίος υποβάλει προσφορά σε ένα Τμήμα πρέπει να έχει μέσο όρο ετήσιας εμπειρίας τουλάχιστον 20% της μέγιστης εκτιμώμενης αξίας του Τμήματος. Εάν υποβάλει, όμως, προσφορά για περισσότερα Τμήματα, το απαιτούμενο ποσοστό παρουσιάζει κατακόρυφη πτώση: για δύο Τμήματα απαιτείται ποσοστό 16%, για τρία Τμήματα 12%, για τέσσερα Τμήματα 8% και για πέντε ή έξι Τμήματα μόλις 4%. Με απλά λόγια, όσο περισσότερα Τμήματα διεκδικεί ένας οικονομικός φορέας, τόσο μειώνεται η απαιτούμενη τεχνική και επαγγελματική εμπειρία. Είναι προφανές ότι κάτι τέτοιο ευνοεί τη συμμετοχή των μεγάλου μεγέθους επιχειρήσεων εις βάρος των υπόλοιπων, κατά παράβαση των αρχών του υγιούς ανταγωνισμού, της ισότητας και της αναλογικότητας.

Σε κάθε περίπτωση, με αυτό το περιεχόμενο ο όρος 2.2.6, πέρα από αντίθετος στην αρχή της ίσης μεταχείρισης και του υγιούς ανταγωνισμού, στην ουσία καταστρατηγεί και τη διαίρεση της συμφωνίας-πλαίσιο σε τμήματα, αφού από τη μία θέτει ιδιαίτερα υψηλά εμπόδια για τη συμμετοχή σε επιμέρους Τμήματα και από την άλλη διευκολύνει τη συμμετοχή των «μεγάλων παικτών» στο σύνολο του διαγωνισμού».

Αθέμιτο πλεονέκτημα  σε συγκεκριμένους οικονομικούς φορείς

Οι προσφεύγοουσες υποστηρίζουν,επίσης,  ότι ο όρος της Διακήρυξης ο οποίος προσμετρά αποκλειστικά την εμπειρία cook-serve για τους υποψήφιους συνιστά  αθέμιτο πλεονέκτημα  σε συγκεκριμένους οικονομικούς φορείς.

Συγκεκριμένα, αναφέρουν:

«Με την εισαγωγή του επίμαχου όρου, ο οποίος προσμετρά αποκλειστικά την εμπειρία cook-serve, ευνοούνται υπέρμετρα εταιρείες οι οποίες παρείχαν υπηρεσίες παρασκευής γευμάτων in site, δηλαδή οι εταιρείες εκείνες που τα τελευταία 30 χρόνια εκτελούν έργα σίτισης ΑΕΙ/ΤΕΙ, Νοσοκομείων και Κυλικεία/Εστιατόρια Επιχειρήσεων και Οργανισμών

Περαιτέρω, η υιοθέτηση της μεθόδου cook-serve ως αποκλειστικού κριτηρίου εμπειρίας εκτέλεσης της παρούσας σύμβασης σίτισης μεταναστών προσδίδει ένα αδικαιολόγητο και αθέμιτο πλεονέκτημα στις εταιρίες που δραστηριοποιούνται κυρίως στην εκμετάλλευση εστιατορίων (Πανεπιστημίων, Νοσοκομείων, Εταιριών κλπ), καθώς οι συγκεκριμένες συμβάσεις εκτελούνται αποκλειστικά με την μέθοδο cook-serve.

Με άλλα λόγια, παρά το γεγονός ότι αντικείμενο της διαγωνιστικής διαδικασίας είναι η παροχή υπηρεσιών παρασκευής, συσκευασίας και διανομής γευμάτων, πριμοδοτούνται να συμμετάσχουν σε αυτήν οικονομικοί φορείς που έχουν εμπειρία στη λειτουργία εστιατορίων που βρίσκονται στις εγκαταστάσεις άλλων οργανισμών, ήτοι σε εργασίες που παρουσιάζουν μειωμένη συνάφεια με τις δημοπρατούμενες καθώς από αυτές ελλείπουν στοιχεία τεχνικής φύσεως συνεχόμενα με την ασφάλεια/ποιότητα των γευμάτων (όπως η παραγωγή των γευμάτων σε μονάδα, η συσκευασία τους και η μηχανοκίνητη μεταφορά τους) και εμποδίζονται να καταθέσουν παραδεκτή προσφορά οικονομικοί φορείς ποβιομηχανικήυ έχουν εμπειρία στην παροχή υπηρεσιών όμοιων ή, έστω, πολύ περισσότερων συναφών με τις δημοπρατούμενες, απλώς επειδή παρέχουν τα σχετικά γεύματα κατόπιν αναθέρμανσης».

Παράνομα δεν λαμβάνεται υπόψη η εμπειρία του έτους 2020

Οι προσφεύγουσες επικαλούνται παραβίαση της παραγράφου 4 του άρθρου 80 του ν. 4412/2016 περί απόδειξης της οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας του οικονομικού φορέα από όρο της Διακήρυξης που ορίζει ότι ο απαιτούμενος γενικός ετήσιος κύκλος εργασιών ως απαιτούμενο για την οικονομική και χρηματοοικονομική επάρκεια των υποψήφιων  αφορά τις διαχειριστικές χρήσεις 2017, 2018, 2019

Για το θέμα αυτό αναφέρεται στις προσφυγες: «Εν προκειμένω ως προς το ζήτημα των διαχειριστικών ετών επισημαίνουμε ότι από τη στιγμή που περίληψη της υπό κρίση διακήρυξης εστάλη για δημοσίευση στην Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 12.2.2021 και οι δημοσιεύσεις που ακολούθησαν σε εθνικό επίπεδο (ΚΗΜΔΗΣ & ΕΣΗΔΗΣ) έλαβαν χώρα στις 17.2.2021 θα έπρεπε τα ζητούμενα στον όρο 2.2.5 που αναφέρονται τα κριτήρια της οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας να αντληθούν από την τελευταία τριετία και συγκεκριμένα για τις διαχειριστικές χρήσεις των ετών 2018, 2019 & 2020 και όχι για τις διαχειριστικές χρήσεις των ετών 2017, 2018 & 2019 που προβλέπεται από την Διακήρυξη και μάλιστα χωρίς να υπάρχει αιτιολόγηση για την παρέκκλιση αυτή».

Ασάφεια και αοριστία

Οι πεοσφεύγουσες επικαλούνται,επίσης, ασάφεια του όρου 1.1 του Παραρτήματος Ι της Διακήρυξης

Ειδικότερα, αναφέρουν ότι στο Παράρτημα Ι Αναλυτική Περιγραφή Φυσικού και Οικονομικού Αντικειμένου της Συμφωνίας πλαίσιο και συγκεκριμένα στην παρ.1.1. (ΠΙΝΑΚΕΣ ΚΑΤΑΝΟΜΗΣ ΤΜΗΜΑΤΩΝ) ορίζεται ότι: «Σε κάθε ένα από τα τμήματα περιλαμβάνονται τα υφιστάμενα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης και οι υφιστάμενες Δομές Φιλοξενίας αιτούντων άσυλο, κάθε άλλη εγκατάσταση που θα δημιουργηθεί εντός αυτών των Περιφερειακών Ενοτήτων αλλά και κάθε άλλη έκτακτη ανάγκη κάλυψης, στα πλαίσια των οριζόμενων Περιφερειακών Ενοτήτων».

Επίσης, στις επιμέρους περιγραφές κάθε τμήματος και στη στήλη ΚΥΤ-ΔΟΜΕΣ αναφέρεται « & κάθε άλλο σημείο εντός των εν λόγω Περιφερειακών Ενοτήτων»

Σύμφωνα με τις προσφεύγουσες ο εν λόγω όρος «καθιστά την Διακήρυξη  και τις απαιτήσεις της εξαιρετικά ασαφή εξ αυτού του λόγου. Δεδομένου ότι για να συντάξει ο υποψήφιος την προσφορά του, οφείλει να γνωρίζει επακριβώς τα σημεία και εν γένει Δομές που θα εξυπηρετήσει, ώστε να συγκεκριμενοποιήσει τα έξοδα μεταφοράς, τις τοπικές μονάδες παραγωγής, το προσωπικό που θα απαιτηθεί για την εξυπηρέτηση της σύμβασης και άλλα κρίσιμα μεγέθη, τα οποία τελούν σε άμεση συνάρτηση με τις προς εξυπηρέτηση Δομές την τοποθεσία τους κλπ»

Κατά τις προσφεύγουσες  η ευρεία ευχέρεια που το υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου επιφυλάσσει στον εαυτό του να μεταβάλει τα δεδομένα της σύμβασης, ζητώντας, μάλιστα, εκ προοιμίου την ανεπιφύλακτη αποδοχή του εν λόγω όρου, δυσχεραίνει την κατάστρωση οικονομικής προσφοράς εκ μέρους της προσφεύγουσας εταιρείας και πιθανότατα όλων των συμμετεχόντων.

«Η παντελής έλειψη οιουδήποτε προσδιοριστικού στοιχείου σε σχέση με τα πιθανά άλλα σημεία που μπορεί να κληθεί ο ανάδοχος να εξυπηρετήσει ή και κάθε άλλη εγκατάσταση που ενδέχεται στο μέλλον να δημνιουργηθεί καθιστά τον όρο παράνομο λόγω ασάφειας που εμποδίζει την κατάστρωση οικονομικής προσφοράς», αναφέρουν και προσθέτουν:

«Ωστόσο, με αυτό το περιεχόμενο η Διακήρυξη είναι ασαφής ως προς την απαιτούμενη απόσταση της μονάδας από τον τόπο παράδοσης των γευμάτων, ιδίως ως προς τα Τμήμα 1 και 2 της σύμβασης. Τούτο διότι δεν προσδιορίζει συγκεκριμένα την απαιτούμενη απόσταση αλλά αφήνει ευρύτατη ευχέρεια στην αναθέτουσα αρχή χρησιμοποιώντας την αόριστη νομική έννοια του «εύλογου». Ωστόσο, έτσι δημιουργείται αβεβαιότητα για τους υποψηφίους και κίνδυνος αδιαφάνειας και άνισης μεταχείρισης, καθώς η αναθέτουσα μπορεί να προβεί σε αυθαίρετες και πάντως ad hoc κρίσεις κατά το στάδιο των εκτελεστικών συμβάσεων, θεωρώντας ότι μία μονάδα είναι εκτός εύλογης απόστασης, Κάτι τέτοιο θα είχε απρόβλεπτες και εξαιρετικά δυσμενείς για τον οικονομικό φορέα σε εκείνο το στάδιο συνέπειες για τον φορέα (έκπτωση, κατάπτωση εγγυητικής επιστολής). 106. Επίσης, η Διακήρυξη είναι αόριστη και ασαφής και κατά το μέρος που δεν προσδιορίζει ούτε κατά προσέγγιση τη δυναμική των επιμέρους δομών που συγκροτούν τα Τμήματα 1 και 2. Αυτό έχει ως συνέπεια να δημιουργείται εκ νέου αβεβαιότητα για τους υποψήφιους, οι οποίοι κατά την υπογραφή κάθε εκτελεστικής σύμβασης θα πρέπει να προσκομίζουν άδειες των -εντός εύλογης απόστασης από κάθε δομή- μονάδων με παραγωγική δύναμη ικανή να καλύψει τις ανάγκες κάθε δομής. Σε διαφορετική περίπτωση, ο υποψήφιος κινδυνεύει να κηρυχθεί έκπτωτος και να καταπέσει η εγγυητική επιστολή συμμετοχής. Καθώς όμως δεν είναι γνωστή η δυναμική κάθε επιμέρους δομής, ο υποψήφιος δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει, κατά τη συμμετοχή του στο διαγωνισμό, εάν η παραγωγική δύναμη της μονάδας του -όπως αποτυπώνεται στη σχετική άδεια- μπορεί να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της Διακήρυξης».

Υπουργείο Μετανάστευσης καιι Ασύλου:  Βέλτιστες ευρωπαϊκές διαγωνιστικές διαδικασίες

Το υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου, από την πλευρά του,  παρέχοντας διευκρινίσεις για τις διαγωνιστικές διαδικασίες σχετικά με την παροχή υπηρεσιών και ειδικά για τη Συμφωνία – Πλαίσιο για τη σίτιση των αιτούντων άσυλο υποστηρίζει ότι «επιχειρεί να δώσει μακροχρόνιες λύσεις στα προβλήματα συμβασιοποιήσεων στο Μεταναστευτικό, καθώς αντιμετωπίζει τις ανωτέρω προμήθειες με τις βέλτιστες ευρωπαϊκές διαγωνιστικές διαδικασίες»

Παράλληλα, τονίζει ότι «Οι Συμφωνίες-Πλαίσιο θα έχουν διάρκεια 4 έτη, ενώ θα χωριστούν εκάστη σε 6 (γεωγραφικά) μέρη . Θα περιλαμβάνουν δικαίωμα προαίρεσης έως 100% του φυσικού αντικειμένου, για να αντιμετωπισθούν οι όποιες απρόβλεπτες συνθήκες. Ανά Συμφωνία –Πλαίσιο και ανά μέρος, θα προκύψει ένας ανάδοχος, ενώ θα υπάρχει κατάταξη στους μειοδότες, ώστε σε περίπτωση έκπτωσης του πρώτου μειοδότη, αυτόματα θα δύναται η Αναθέτουσα Αρχή να ζητήσει την παροχή υπηρεσιών από τον δεύτερο χωρίς να απαιτείται εκ νέου διαγωνιστική διαδικασία.

Η παροχή υπηρεσιών θα γίνεται βάσει Εκτελεστικών Συμβάσεων που θα ανατίθενται. Το πλεονέκτημα της γεωγραφικής κατανομής είναι ότι οι ανάδοχοι της κάθε Συμφωνίας – Πλαίσιο, θα οφείλουν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους όχι μόνο στις Δομές και τις λοιπές Υπηρεσίες, αλλά σε όλο το γεωγραφικό τμήμα που θα τους έχει ανατεθεί, με σκοπό να είναι δυνατή η ανταπόκριση σε κάθε έκτακτο συμβάν που τυχόν προκύψει σε οποιοδήποτε σημείο της χώρας.

Οι Συμφωνίες – Πλαίσιο θα υλοποιηθούν βάσει του άρθρου 28 του ν. 4412/2016, με ηλεκτρονικό τρόπο μέσω ΕΣΗΔΗΣ, ακολουθώντας όλους τους προβλεπόμενους κανόνες δημοσιότητας και όλα τα στάδια της ελεγκτικής διαδικασίας (δημοσίευση στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στη Διαύγεια, έγκριση από Διαχειριστική Αρχή, Ελεγκτικό Συνέδριο, Ενημέρωση Βουλής των Ελλήνων). Η διενέργεια της διαγωνιστικής διαδικασίας πραγματοποιείται σε δύο φάσεις: (α) επιλογή οικονομικών φορέων βάσει χρηματοοικονομικών κριτηρίων και τεχνικής επάρκειας και (β) κατάταξη οικονομικών αναδόχων βάσει οικονομικής προσφοράς».

Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι η χρηματοδότηση του έργου θα καλυφθεί με πόρους από το Ταμείο Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης, από το Ταμείο Εσωτερικής Ασφαλείας, από τους Μηχανισμούς Έκτακτης Στήριξης των ανωτέρω ταμείων, από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ),από τον Τακτικό Προϋπολογισμό ή άλλους χρηματοδοτικούς πόρους.

ΠΗΓΗ


ΠΑΣΚΚΕΔΙ

Πανελλήνιο Σωματείο Καταστημάτων και Καταναλωτών Εστίασης και Διασκέδασης. Εξειδικευμένο portal ενημέρωσης για τον κλάδο της Εστίασης και τους καταναλωτές.


ΚΑΛΕΣΤΕ ΜΑΣ