τις 9 Φεβρουαρίου 1969, απογειώνεται για πρώτη φορά το Μπόινγκ 747, ένα διώροφο επιβατηγό αεροπλάνο, αμερικανικής κατασκευής, που θα γράψει ιστορία. Η «βασίλισσα των αιθέρων», όπως ονομάστηκε, ήταν το πρώτο αεροπλάνο ευρείας ατράκτου, που μπορούσε να μεταφέρει περισσότερους από 400 επιβάτες, ρίχνοντας σημαντικά το κόστος λειτουργίας του και καθιστώντας προσιτή την πτήση με αεροπλάνο για εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο.Η ιδέα για την κατασκευή του προήλθε από το γιγαντιαίο μεταγωγικό αεροπλάνο της αμερικανικής πολεμικής αεροπορίας C-5 Galaxy, που είχε κατασκευάσει το 1965 η Λόκχιντ. Ο πρόεδρος της Pan Am, μιας μεγάλης αεροπορικής εταιρείας εκείνης της εποχής που σήμερα δεν υφίσταται, έπεισε τον ομόλογό του της Μπόινγκ ότι ένα αεροπλάνο με διπλάσια χωρητικότητα από το δημοφιλές Μπόινγκ 707 θα προσέφερε ασύγκριτα πλεονεκτήματα τόσο για τις εταιρείες όσο και για το επιβατικό κοινό. Ο Μπιλ Άλεν ανέθεσε το σχέδιο στον αρχιμηχανικό της Μπόινγκ Τζο Σάτερ, ο οποίος μέσα σε 16 μήνες σχεδίασε και κατασκεύασε το νέο μοντέλο στις εγκαταστάσεις της Μπόινγκ, στο Έβερετ της πολιτείας Γουάσινγκτον. Στην κατασκευή του πήραν μέρος 50.000 μηχανικοί και εργάτες, που έμειναν στην ιστορία ως «Οι απίστευτοι» («The Incredibles»).

Η παρθενική πτήση του πρωτότυπου αεροπλάνου με την κωδική ονομασία RA-001 έγινε στις 9 Φεβρουαρίου 1969, από το αεροδρόμιο της εταιρείας στο Έβερετ. Όλα πήγαν καλά και στις 15 Ιανουαρίου 1970 το πρώτο Μπόινγκ 747, γνωστό ευρύτερα ως τζάμπο-τζετ, παραδόθηκε στην Pan Am. Από τότε η Μπόινγκ «έχτισε» πάνω από 1.500 αεροπλάνα αυτού του τύπου, 500 από τα οποία πετούν ακόμη.

Μία από τις πρώτες εταιρείες που προμηθεύτηκε το νέο αεροπλάνο ήταν και η Ολυμπιακή Αεροπορία του Αριστοτέλη Ωνάση, που τό χρησιμοποίησε στις υπερατλαντικές της πτήσεις. Το 1973 αγοράστηκαν τα δύο πρώτα, από τα συνολικά πέντε που εντάχτηκαν στο στόλο της, και έλαβαν τις ονομασίες «Ολύμπιος Δίας» και «Ολύμπιος Αετός».