Τηλεφωνικές συνομιλίες, για να κανονίσουν τη συνάντηση που έγινε σε περιοχή της Ηλείας, λίγες ώρες πριν εφαρμόσουν το σχέδιο εκτέλεσης του επιχειρηματία Διονύση Κορφιάτη στη Ζάκυνθο, που είχε, όμως, ως αποτέλεσμα τη δολοφονία της συζύγου του, έχουν στα χέρια τους οι Αρχές και περιλαμβάνονται στη δικογραφία που συνέταξαν μετά τη σύλληψη επτά κατηγορουμένων.

Όπως δημοσιεύει κατ’ αποκλειστικότητα το CNN Greece, τις επίμαχες ημέρες οι κατηγορούμενοι που είχαν και τον ρόλο του εκτελεστή. Ήταν αυτοί που είχαν και το «γενικό πρόσταγμα» στο πώς θα φτάσει το σκάφος στην Ηλεία και φυσικά πού θα το κρύψουν, μέχρι να εφαρμόσουν το δολοφονικό τους σχέδιο.

Χαρακτηριστικά ανέφεραν:

Α. Μάλιστα. Ο άλλος την έκανε… κατεβαίνει;

Σ. Ναι, έχει μείνει στο δρόμο κάπου έρχεται προς τα εκεί, αλλά τώρα την ώρα δεν ξέρω. Έμεινε κάπου στην Κόρινθο.

Α Πριν πόση ώρα στο είπε αυτό;

Σ. Πριν κανένα μισάωρο. Περιμένει να πάει να το τραβήξουνε να…

Α. Με την… έμεινε;

Σ. Δεν ξέρω ακριβώς.

Α. Καλά καλά.

Σε άλλο σημείο οι δυο κατηγορούμενοι συνεχίζουν να έχουν αγωνία για το αν έφτασε το σκάφος και πού βρίσκεται το άτομο που θα είναι μαζί τους σε αυτό, όταν θα πάνε στη Ζάκυνθο.

Α. Πού είναι ρε; Δεν είναι εκεί…

Σ. Εκεί είναι ρε. Στην… στην τέτοια… είναι ρε.

Α. Πού παιδάκι μου;

Σ. Στο γκαράζ είναι εκεί. Στο… τέτοιο πήγαινε.

Α. Ναι, δεν ο άνθρωπος… δεν είναι κανένας λέει εδώ…

Σ. Περίμενε…

Α. Πες να πάει εκεί…

Τι αποκαλύπτει η δικογραφία

Αποκαλυπτική, όμως, είναι η ανάλυση τηλεφωνικών συνδέσεων που γίνεται αναφορά της στη δικογραφία και μάλιστα συγκεκριμένα αναφέρεται:

«Ο Π. Και ο Σ. παρουσιάζουν πολύ συχνή επικοινωνία μεταξύ τους κατά το χρονικό διάστημα που αφορούν η άρσης απορρήτου από τις 15/04/2020 έως 18/06/2020.

Ωστόσο, παρά την συχνή επικοινωνία τους σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα σε καθημερινή βάση η τελευταία τους επικοινωνία πραγματοποιήθηκε την 13:33 ώρα στις 8 Ιουνίου 2020, δηλαδή την προηγούμενη μέρα της επίθεσης, ενώ έκτοτε δεν παρουσιάζουν καμία άλλη επικοινωνία έως τις 18 Ιουνίου 2020.

Η τηλεφωνική σύνδεση του Π. δεν ενεργοποιεί κανέναν σταθμό βάσης κατά το χρονικό διάστημα από τις 8 Ιουνίου 2020 και ώρα 17 και 10:39 δευτερόλεπτα έως τις 9 Ιουνίου 2020 γεγονός από το οποίο συμπεραίνεται ότι η τηλεφωνική συσκευή του Π. δεν χρησιμοποιήθηκε από τον ίδιο για οποιονδήποτε λόγο (κλήσεις, μηνύματα, δεδομένα διαδικτύου) για χρονικό διάστημα άνω των 24 ωρών.

Η εν λόγω κίνηση έγινε προφανώς εσκεμμένα από τον Π. προκειμένου να μην είναι εφικτό να προσδιοριστεί σε ποιες περιοχές κινήθηκε ο ανωτέρω τις δύο επίμαχες ημέρες».

Οι περιγραφές των αστυνομικών για τη δολοφονία

Οι αστυνομικοί, πάντως, περιγράφουν στη δικογραφία με κάθε λεπτομέρεια πώς έγινε η δολοφονία και πώς λειτούργησαν μετά από αυτή οι κατηγορούμενοι, καθώς ο ένας από τους βασικούς μάρτυρες που μίλησε, περιέγραψε κάθε στιγμή, ακόμη και τα μέτρα που πήραν οι φερόμενοι ως εκτελεστές, για να δημιουργήσουν άλλοθι για τους εαυτούς τους.

«Πριν μεταφέρουν το σκάφος ο Π. Και ο Σ. τοποθέτησαν σε αυτό ένα σακβουαγιάζ και μία υφασμάτινη θήκη, που περιείχε δύο κράνη μηχανής. Ο Π. Και ο Σ. αποχωρήσαν από το προαναφερόμενο λιμάνι και είπαν στο μάρτυρα να διανυκτερεύσει στο σπίτι του Α. και να είναι σε αναμονή από το πρωί της επόμενης ημέρας, δηλαδή 9 Ιουνίου 2020, για να πάει στο ίδιο σημείο να τους πάρει. Πράγματι, το μεσημέρι της επόμενης ημέρας ο Π. κάλεσε τον μάρτυρα και του είπε να πάει στο ανωτέρω λιμάνι, για να τους περιμένει.

Όπως προέκυψε, σε συνδυασμό με τα δεδομένα των αρχείων τηλεφωνικού απορρήτου, ο Π. τον κάλεσε, χρησιμοποιώντας τηλεφωνική σύνδεση, στην οποία έχει γίνει άρση τηλεφωνικού απορρήτου.

Μετά από λίγη ώρα τους παρέλαβε από το σημείο όπου τους άφησε το σκάφος και αντιλήφθηκε ότι ήταν βρεγμένοι. Αμέσως μετά μπήκαμε στο αυτοκίνητο και έφυγαν.

Στη διαδρομή ο Σ. πήρε το κινητό τηλέφωνο του μάρτυρα και άκουγε ειδήσεις για την δολοφονία που μόλις είχε διαπραχθεί.

Ο Σ. άρχισε να φωνάζει και να βρίζει και απευθυνόμενος στον Π. του έλεγε ότι δεν πέθανε ο Ντίμης Κορφιάτης αλλά είχε σκοτώσει μόνο την που… όπως είπε χαρακτηριστικά.

Εκείνος του απάντησε με τη φράση “Ναι μα… Ας μην έπεφτες εσύ με τη μηχανή και θα τον βρίσκαμε μόνο του. Έχεις ιδέα από 45άρι πώς τρυπάει; Επειδή δεν έχεις, μη μιλάς. Τον πέτυχα σίγουρα δεν θα γλιτώσει”.

Ο Σ. στη συνέχεια είπε ότι πρέπει να πάνε στο νοσοκομείο, όπου θα διακομιζόταν ο τραυματίας για να τον τελειώσουν αν ήταν ακόμη ζωντανός.

Ο Π., ωστόσο, επέμενε ότι σίγουρα θα πέθανε και ότι τον είχαν πετύχει. Έπειτα ο Σ. του είπε “στον μπάτσο να δω τι θα πούμε. Εγώ θα πω ότι έφταιγες εσύ”. Λίγο αργότερα σταμάτησαν σε ένα απόμερο σημείο όπου ο Π. και ο Σ. πέταξαν τα ρούχα τους και τα κινητά τηλέφωνα που είχαν μαζί τους. Μάλιστα ο Σ. βιαζόταν να σταματήσουν για να σπάσει και να πετάξει το κινητό του όπως έλεγε.

Κατά την επιστροφή του στην Αθήνα ο Σ. ανέφερε στον Π. ότι η μηχανή που χρησιμοποίησαν για την τέλεση του εγκλήματος δεν θα βρισκόταν ποτέ, γιατί θα την έκαναν κομμάτια. Επίσης το σκάφος που χρησιμοποίησαν για να μεταβούν στην Ζάκυνθο αλλά και για τη διαφυγή τους από εκεί μετά το έγκλημα θα το έπαιρνε ένα άτομο ονόματι Τζέλος, ο οποίος θα το επέστρεφε πάλι στη Ζάκυνθο.

Ο Σ. συνέχισε να παρακολουθεί τις ειδήσεις σχετικά με την δολοφονία και παράλληλα κάλεσε μερικές φορές την κοπέλα του την Β. πιθανόν μέσω διαδικτυακής εφαρμογής και ρωτούσε την είχε μάθει για τον Ντίμη και τη γυναίκα του, αν είχαν πεθάνει και οι δύο. Όπως ανέφερε ο μάρτυρας από τις συζητήσεις του Σ. με την Β. φαινόταν ότι και εκείνη γνώριζε τι ακριβώς είχε συμβεί».

Η απόπειρα των κατηγορουμένων να δημιουργήσουν άλλοθι

Στη δικογραφία, πάντως, γίνεται εκτενής αναφορά και στο πώς οι κατηγορούμενοι προσπαθούσαν να δημιουργήσουν άλλοθι, ώστε να εξασφαλίσουν, σε περίπτωση έρευνας, ότι θα μπορούσαν να αποδείξουν ότι ήταν στην Αθήνα το επίμαχο διάστημα και ότι δεν είχαν πάει ποτέ στη Ζάκυνθο.

Χαρακτηριστικά στην δικογραφία αναφέρεται:

«Κάποια στιγμή ο Π. κάλεσε μία φίλη του, την οποία δεν κατονόμασε, και της ζήτησε να πάει στο σπίτι, όπου έμενε στο Χαλάνδρι, για να μαζέψει τα πράγματα του. Ο Π. ζήτησε από το μάρτυρα να της πει να κάνει μία κλήση από το κινητό του τηλέφωνο του Π. το οποίο είχε αφήσει στο σπίτι αυτό πριν φύγουν. Όταν εκείνη έκανε την κλήση της είπαν να τοποθετήσει το δικό της κινητό τηλέφωνο κοντά στην συσκευή του Π. και να μιλήσει ο ίδιος στο συνομιλητή. Με τον τρόπο αυτό, ακουγόταν η φωνή του Π. από το κινητό του τηλέφωνο (μέσω του κινητού της φίλης του μάρτυρα) και φαινόταν σαν να καλεί ο ίδιος από την Αθήνα.

Ο Π. είπε στον άγνωστο συνομιλητή ότι ήταν στην Αθήνα και ότι σε καμιά ώρα θα πήγαινε στο Λουτράκι. Ακολούθως σε άγνωστη τοποθεσία στους Αγίους Θεοδώρους ο Σ. έσπασε το κινητό τηλέφωνο και την κάρτα sim του μάρτυρα και τα πέταξε από το παράθυρο του αυτοκινήτου.

Όταν έφτασαν στην Αθήνα, ο Σ. ζήτησε να τον αφήσουν στη λεωφόρο Αθηνών μετά το ύψος του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής. Από εκεί θα έπαιρνε ταξί, για να πάει σε κατάστημα της εταιρείας Western Union στο κέντρο της Αθήνας και να καταθέσει χρηματικό ποσό 50 ευρώ στην Χ., ώστε να φανεί ότι εκείνη την ημέρα βρισκόταν στην Αθήνα.

Αφού άφησαν τον Σ. συνέχισαν μέχρι τη Νέα Ιωνία, όπου ο Π. θα έπαιρνε και εκείνος ταξί. Πριν βγει από το αμάξι ο Π. είπε στον μάρτυρα αν γινόταν κάτι να έλεγε πως είχε πάρει το αμάξι ο ίδιος ο μάρτυρας, για να πάει στους Μολάους Λακωνίας να δει τη μητέρα του.

Μετά από δύο μέρες ο μάρτυρας συναντήθηκε με τον Π., ο οποίος του είπε να μην αναφέρει τίποτα για όσα έγιναν, γιατί ο Σ. θα τον σκότωνε και ότι “δεν χαρίζει”, όπως το είπε χαρακτηριστικά.

Τέλος, σε ερώτηση του μάρτυρα για το σκάφος που βρέθηκε από την αστυνομία στη Ζάκυνθο και τον οδηγό ονόματι Τζέλος που το είχε στην κατοχή του, ο Π. του απάντησε ότι αυτός δεν πρόκειται να πει τίποτα στην αστυνομία και ξέρει τι πρέπει να πει…».

ΠΗΓΗ