Σε προηγούμενες Ιστορίες για αγρίους έχουμε αναφερθεί σε κάποιους από τους πιο χαρακτηριστικούς Έλληνες κατά συρροή δολοφόνους, όπως ο Δράκος της Δράμας”, Κυριάκος Παπαχρόνης, ο Δράκος του Σέιχ Σου, ο Δημήτρης Βακρινός ή ο Θεόφιλος Σεχίδης.

Σήμερα όμως θα δούμε την ιστορία του ανθρώπου, που έχει καταγραφεί ως ο πρώτος Έλληνας κατά συρροή δολοφόνος. Και αυτός δεν είναι άλλος από τον γνωστό ως “δολοφόνο με το πριόνι”, ή αλλιώς Αντώνη Δαγκλή.

Οι πρώτοι που έδρασαν ως κατά συρροή δολοφόνοι στην Ελλάδα ήταν οι Γερμανοί Ντουφτ και Μπασενάουερ, όμως ο Δαγκλής ήταν ο πρώτος μας εγχώριος.

Ο Δαγκλής είχε ένα εμμονικό μίσος για τις ιερόδουλες, τις οποίες εκδικούταν λόγω της μητέρας του, με βιασμούς, στραγγαλισμό και διαμελισμό με πριόνι συγκλονίζοντας με τα στυγερά του εγκλήματα την ελληνική κοινή γνώμη τη δεκαετία του ’90.

_________________________________

Αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα

Ο Αντώνης Δαγκλής, του Παναγιώτη και της Φωτεινής, γεννήθηκε το 1974 στη Νίκαια του Πειραιά. Το οικογενειακό του περιβάλλον “μαύρισε” από πολύ νωρίς την αθώα παιδική του ψυχή. Υπήρχαν έντονα οικονομικά προβλήματα και συχνά περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας από τον μέθυσο πατέρα του, που χτυπούσε άσχημα τόσο τη μητέρα του, όσο και τον ίδιο και τον αδερφό του.

Το 1986, ο πατέρας του πέθανε αφήνοντας μοναδική κληρονομιά στην οικογένεια βαθιά απωθημένα και ένα σωρό χρέη. Οι υπόλοιποι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το σπίτι τους και αφού και όλα τα υπάρχοντά τους κατασχέθηκαν για να ξεπληρωθούν τα χρέη, έμεναν σε ξενοδοχεία. Ο μικρός Δαγκλής διέκοψε το σχολείο και άρχισε να εργάζεται ως οδηγός φορτηγού στην αλατοβιομηχανία “ΠΕΡΛΑ”.

Στα 16 του χρόνια ήρθε πρώτη φορά αντιμέτωπος με τη δικαιοσύνη κατηγορούμενος για αποπλάνηση ανήλικης και έμεινε έγκλειστος για 6 μήνες σε σωφρονιστικό ίδρυμα ανηλίκων. Παράλληλα, η μητέρα του εργαζόταν σε κακόφημα μπαρ, γεγονός που ο Αντώνης έμαθε μια μέρα τυχαία μέσω κάποιων τρίτων. Ο ίδιος αργότερα δήλωσε ότι είχε τύχει να δει κάποια στιγμή τη μητέρα του να έρχεται σε σεξουαλική επαφή με κάποιον άγνωστο άντρα και από τότε η όμορφη σχέση μητέρας-γιου άλλαξε καθοριστικά.

Η μητέρα του είχε εργαστεί για ένα διάστημα ως νοσοκόμα και αργότερα έγινε καθαρίστρια σε ένα μπαρ. Σε συνέντευξή της στην εφημερίδα “Ελεύθερος Τύπος” κάποια χρόνια αργότερα δήλωσε: “Δεν μίλησα στο παιδί μου τότε γι αυτή τη δουλειά. Κάποιος καλοθελητής
γείτονας παίρνει τον Αντώνη, που ήταν μικρός και μου τον φέρνει στο μαγαζί. “Να ρε ποια είναι η μάνα σου η πουτάνα!” (του λέει). Το παιδί με βλέπει κι αμέσως το βάζει στα πόδια και πάει στο ξενοδοχείο (…). Εγώ έφυγα αμέσως εκείνη τη νύχτα από το μαγαζί. Πήγα στο ξενοδοχείο, βρίσκω τον Αντώνη πνιγμένο στο κλάμα. “Γιατί μάνα, να μου πεις ψέματα;”. “Μα αγόρι μου, δεν σου είπα ψέματα, αλλά έπρεπε να πάω σ’ αυτή τη δουλειά, με είδες να κάνω τίποτα κακό;” 

Το γεγονός όμως ήταν αρκετό για να γεννήσει μέσα του ένα άσβεστο μίσος προς όλες τις γυναίκες, κυρίως τις ιερόδουλες, δημιουργώντας την εικόνα της μητέρας του ως μια από αυτές.

Ο “δολοφόνος με το πριόνι”

Ήταν Οκτώβριος του 1992 όταν ο 18χρονος Αντώνης Δαγκλής έκλεψε ένα αυτοκίνητο και πήγε σε μια πιάτσα ιερόδουλων στο Κολωνάκι. Εκεί επέλεξε μια νεαρή γυναίκα, κατά πάσα πιθανότητα αλλοδαπή, συμφώνησαν στην τιμή της βραδιάς τους και κατευθύνθηκαν από την Κατεχάκη στην περιοχή του Καρέα στον Βύρωνα Αττικής.

Σταμάτησαν σε ένα ερημικό σημείο για να κάνουν έρωτα και η ιερόδουλη του ζήτησε να της δώσει προκαταβολικά τις 8.000 δραχμές που είχαν συμφωνήσει. Εκείνος αρνήθηκε και, όπως ο ίδιος ισχυρίστηκε αργότερα, η ιερόδουλη τον έβρισε και τον χτύπησε. Ο Δαγκλής τότε εξαγριώθηκε. Την άρπαξε σφιχτά από το λαιμό και άρχισε να χτυπάει το κεφάλι της στο τζάμι του αυτοκινήτου στραγγαλίζοντάς την.

Στη συνέχεια έβαλε το πτώμα σε ένα απόμερο σημείο και πήγε στο σπίτι του στη Νίκαια, από όπου πήρε ένα πριόνι ξύλων, ένα μαχαίρι, γάντια, κάποια παλιά ρούχα και πλαστικές σακούλες απορριμάτων. Κατόπιν επέστρεψε στο μέρος που άφησε το θύμα του και “τελείωσε τη δουλειά”.

Έγδυσε τη νεκρή γυναίκα και με το πριόνι τεμάχισε το πτώμα της σε τουλάχιστον 30 κομμάτια. Τύλιξε τα κομμάτια με τα παλιά ρούχα, τα έβαλε στις σακούλες σκουπιδιών και έφυγε με το αυτοκίνητο για να τα ξεφορτωθεί. Την σακούλα που περιείχε το κεφάλι της γυναίκας την έριξε στον Κηφισό ποταμό και δε βρέθηκε ποτέ. Τις άλλες τις σκόρπισε σε κάδους και σκουπιδότοπους σε διάφορα μέρη της Αθήνας και αφού καθάρισε και παράτησε κάπου και το κλεμμένο αυτοκίνητο, επέστρεψε σπίτι του και κοιμήθηκε.

Στις 27 Οκτωβρίου βρέθηκε στο Βοτανικό η σακούλα με το ένα πόδι της άτυχης ιερόδουλης και δύο μέρες αργότερα μια γυναίκα βρήκε τυχαία και μια ακόμα σακούλα με κομμένα ανθρώπινα μέρη στην οδό Ριζάρη. Οι αρχές ειδοποιήθηκαν άμεσα και τα φρικτά ευρήματα προκάλεσαν γενικό συναγερμό.

Οι νεκροτόμοι προσπάθησαν χωρίς αποτέλεσμα να συναρμολογήσουν τα μακάβρια κομμάτια ανακαλύπτοντας ότι ο δράστης είχε επίσης γδάρει το θύμα στο σημείο του θώρακα, ενώ είχε κόψει το στήθος και τις θηλές. Είχε ξεριζώσει επίσης την καρδιά και τα σπλάχνα και είχε κόψει περιμετρικά το εξωτερικό μέρος των γεννητικών οργάνων.

Ο ιατροδικαστής Χρήστος Λευκίδης είχε δηλώσει χαρακτηριστικά ότι έχουν να κάνουν με κάποιον μανιακό. Τον χαρακτήρισαν ως έναν “νέο Τζακ Αντεροβγάλτη”, αφού πράγματι ο τρόπος που είχε δράσει θυμίζει κατά πολύ τις χειρουργικές “ιεροτελεστίες” που συνήθιζε ο διάσημος δολοφόνος ιερόδουλων.

Το φρικτά κατακρεουργημένο και ακέφαλο πτώμα της ιερόδουλης δεν κατάφερε να ταυτοποιηθεί και αφού έμεινε για ένα διάστημα στα αζήτητα, θάφτηκε χωρίς κανείς ποτέ να μάθει ποιά ήταν η άτυχη γυναίκα. Πιθανολογείται ότι ίσως ήταν κάποια αλλοδαπή της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, που είχε έρθει μέσω κάποιου από τα κυκλώματα πορνείας, που δρούσαν κατά κόρον εκείνη την εποχή.

Εκτός όμως από το θύμα, άγνωστος παρέμεινε και ο δράστης, αφού παρά τις εντατικές προσπάθειες της αστυνομίας, δεν κατάφεραν να τον εντοπίσουν, ούτε να αντλήσουν κάποιο στοιχείο για την ταυτότητά του.

Εν τω μεταξύ ο Δαγκλής φαίνεται πως παρέμεινε ανενεργός ως εγκληματίας για τα επόμενα περίπου τρία χρόνια, καθώς μάλιστα εκείνη την περίοδο κλήθηκε να υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία, που τελείωσε τον Σεπτέμβριο του 1995.

Σαν να περίμενε εκείνη τη στιγμή από καιρό, ο Δαγκλής βγήκε ξανά στις πιάτσες το φθινόπωρο του 1995, πιο αποφασισμένος και μανιασμένος από ποτέ.

Κυκλοφορούσε με ένα λευκό φορτηγάκι μάρκας Volkswagen και παριστάνοντας τον πελάτη τρομοκρατούσε ιερόδουλες και τρανσέξουαλ προσπαθώντας να τις σκοτώσει και κλέβοντας τα χρήματά τους.

Μέσα σε περίπου δύο μήνες είχε αποπειραθεί να σκοτώσει έξι γυναίκες ιερόδουλες, τις οποίες μετά την ερωτική πράξη στραγγάλιζε, ώσπου έχαναν τις αισθήσεις τους και τις παρατούσε νομίζοντας ότι έχουν πεθάνει. Από περίπου άλλες δέκα γυναίκες κατάφερε να αποσπάσει αρκετές χιλιάδες δραχμές, καθώς και κοσμήματα και άλλα αντικείμενα, αφού τις απειλούσε δένοντας ένα σχοινί γύρω από το λαιμό τους.

______________________________

Στις 28 Οκτωβρίου του 1995, ανήμερα της Εθνικής επετείου, ο Δαγκλής είχε άλλη μια δολοφονική έξαρση. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, “ψαρεύει” από μια πιάτσα στο Κολωνάκι την 29χρονη Ελένη Παναγιωτοπούλου και πηγαίνουν μαζί σε ένα απόμερο σημείο της οδού Τρικούπη κοντά στη λεωφόρο Αλεξάνδρας.

Την ώρα που επιδίδονταν στη σεξουαλική πράξη στο πρόχειρο κρεβάτι που είχε φτιάξει μέσα στο βανάκι του, ο Δαγκλής άρχισε να σφίγγει το λαιμό της γυναίκας, ώσπου τη σκότωσε. Αργότερα δήλωσε στο δικαστήριο: “Με έπιασε κάτι περίεργο. Θόλωσα και δεν μπορούσα να ελέγξω τον εαυτό μου. Ένιωσα σα να ενεργούσε κάποιος άλλος, όχι εγώ. Έπιασα με τα χέρια μου τον λαιμό της κι άρχισα να τη σφίγγω. Όταν άφησα τα χέρια μου, η Ελένη έμεινε ακίνητη.”

Το συμβάν όμως δεν τελείωσε εκεί, αφού ο δράστης έπρεπε να εξαφανίσει για άλλη μια φορά το πτώμα και τα ενοχοποιητικά του στοιχεία. Κατευθύνθηκε σε μια αγροτική περιοχή κοντά στο Σχηματάρι Βοιωτίας και χρησιμοποιώντας ένα σιδηροπρίονο κι ένα μαχαίρι άρχισε να κομματιάζει το πτώμα. Αφαίρεσε τα έντερα της κοιλιάς και τα πέταξε στα χορτάρια, ξερίζωσε και πάλι την καρδιά και τα σπλάχνα, έκοψε τα στήθη και τις θηλές και έκοψε το εξωτερικό μέρος των γεννητικών οργάνων, όπως ακριβώς είχε κάνει και στον πρώτο του φόνο.

Έβαλε τα κομμάτια σε πλαστικές σακούλες και οδηγώντας στην εθνική οδό Αθηνών-Λαμίας τα ξεφορτώθηκε σε διάφορα σημεία στη θάλασσα, μαζί και με το σιδηροπρίονο και το μαχαίρι που είχε χρησιμοποιήσει. Κράτησε μόνο ως ενθύμιο από το άτυχο θύμα του έναν χρυσό σταυρό, στοιχείο που αργότερα θα βοηθούσε καθοριστικά στην σύλληψή του.

Ψύχραιμος σαν να είχε μόλις κάνει το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο, επέστρεψε στην Αθήνα όταν πια είχε ξημερώσει και, αφού καθάρισε πολύ καλά το αυτοκίνητό του από τα αίματα, πήρε το φορτηγό της εταιρείας του και ξεκίνησε για την προγραμματισμένη βάρδια του.

 

Όπως βλέπουμε και στο παραπάνω απόσπασμα από ρεπορτάζ εκείνων των ημερών, η αστυνομία θεωρούσε ότι η αισχρή δολοφονία της Παναγιωτοπούλου είχε να κάνει με τα μπλεξίματα που είχε με το εμπόριο ναρκωτικών. Κανείς δεν φανταζόταν ακόμα ότι ένας περίεργος και επικίνδυνος επίδοξος κατά συρροή δολοφόνος κυκλοφορούσε ανάμεσά τους.

Ο Δαγκλής υπήρξε άλλη μια από τις εγκληματικές προσωπικότητες που κατάφεραν να ξεγελούν τους πάντες διατηρώντας δύο παράλληλες και αντιφατικές ζωές. Το πρωί ήταν ένας κλασσικός εργαζόμενος πολίτης υπεράνω υποψίας, που ασχολιόταν φυσιολογικά με τις δουλειές του. Το βράδυ, και κυρίως όταν ερχόταν σε επαφή με ιερόδουλες, ξυπνούσε μέσα του ο κτηνώδης και γεμάτος απωθημένα εαυτός του.

___________________________

Στις 25 Δεκεμβρίου του 1995, ξημερώματα Χριστουγέννων, ο Δαγκλής συνάντησε σε μια πιάτσα στον Κηφισό την 26χρονη ιερόδουλη, Αθηνά Λαζάρου. Συμφώνησαν να του προσφέρει τις υπηρεσίες της έναντι 5.000 δραχμών και κατευθύνθηκαν με το αυτοκίνητό το στην οδό Ορφέως στην περιοχή του Βοτανικού.

Σύμφωνα πάντα με τους ισχυρισμούς του ίδιου του Δαγκλή, αυτός την ανάγκασε να του κάνει στοματικό έρωτα κι εκείνη τον ειρωνεύτηκε για τα μικρά του προσόντα. Θιγμένος ο Δαγκλής πήρε ένα από τα σχοινιά που είχε πάντα στο αυτοκίνητό του και τυλίγοντάς το γύρω από τον λαιμό της, την στραγγάλισε. Στη συνέχεια πέταξε το σχεδόν γυμνό σώμα της στο δρόμο, πήρε όσα χρήματα βρήκε στην τσάντα της και εξαφανίστηκε.

Το σώμα της βρέθηκε μετά από μερικές ώρες από περαστικούς και όταν μαθεύτηκε η είδηση, οι αρχές έλαβαν και άλλες δύο καταγγελίες από ιερόδουλες που είχαν γλυτώσει από τις επιθέσεις του άγνωστου δράστη το προηγούμενο διάστημα. Κλήθηκαν άμεσα να καταθέσουν και δεν άργησαν να αναγνωρίσουν το πρόσωπο του επίδοξου δολοφόνου τους ανάμεσα στις φωτογραφίες των σεσημασμένων που τους έδειξαν οι αστυνομικοί. Ο άντρας που έδειξαν ήταν ο 22χρονος Αντώνης Δαγκλής.

Σύλληψη και δίκη

Η αστυνομία γνωρίζοντας πλέον ποιόν έψαχνε, άρχισε να παρακολουθεί για λίγο τις κινήσεις του δράστη, που κατοικούσε τότε μαζί με τη μητέρα του σε ένα ισόγειο διαμέρισμα στη Νίκαια του Πειραιά. Επιδιώκοντας να μπορέσουν να τον “πιάσουν στα πράσα” παρακολουθούσαν στενά μέρα-νύχτα το σπίτι και το αυτοκίνητό του. Φοβούμενοι όμως ότι ίσως κάτι δεν πάει καλά και τους ξεφύγει, αποφάσισαν τελικά να τον συλλάβουν στις 24 Ιανουαρίου του 1996.

Τον συνέλαβαν λοιπόν μέσα στο αυτοκίνητό του, όπου βρήκαν το στρώμα από αφρολέξ, που χρησιμοποιούσε για τις ερωτικές του περιπτύξεις, ένα κουτί με εργαλεία, καθώς και τον σταυρό που είχε πάρει από την Ελένη Παναγιωτοπούλου όταν τη σκότωσε. Οι αστυνομικοί ήταν πλέον σίγουροι ότι είχαν στα χέρια τους τον αδίστακτο δράστη.

Ο Δαγκλής στην αρχή αρνήθηκε την ενοχή του, όπως οι περισσότεροι, αλλά σύντομα ομολόγησε τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια. Τους δύο φόνους το 1995, τις δεκάδες ληστείες και απόπειρες ανθρωποκτονίας, καθώς και τον φόνο της άγνωστης νεαρής ιερόδουλης το 1992, που ως τότε παρέμενε ανεξιχνίαστη υπόθεση.

Το κίνητρό του ούτε ο ίδιος το ήξερε καλά-καλά. Έλεγε ότι πολλές φορές έβλεπε στα πρόσωπα των ιερόδουλων τη μητέρα του και του ερχόταν μια ακατανίκητη επιθυμία να τις πνίξει. Υποστήριζε πως, χωρίς να μπορεί να καταλάβει ακριβώς πως και γιατί, ένιωθε ξαφνικά οργή την ώρα της σεξουαλικής πράξης και τα χέρια του πηγαίναν σχεδόν μηχανικά στο λαιμό των γυναικών.

Αποκάλυψε επίσης ότι κάποιες φορές άκουγε και κάποιες φωνές που του έλεγαν τι να κάνει. Δήλωσε ότι από παλιότερα χρόνια του έβγαινε συχνά επιθετικότητα, την οποία συγκρατούσε με τον φόβο να μην κάνει κακό σε κάποιον. Αυτό που επαναλάμβανε συνέχεια ήταν η τάση που του έβγαινε να εκδικηθεί την μητέρα του.

“Δεν μπορεί να είμαι καλά. Κάτι έχω. Δεν ξέρω γιατί κομμάτιασα τα πτώματα. Δεν θυμάμαι ούτε τις σκηνές του στραγγαλισμού. Ενεργούσα σαν θολωμένος. Στη συνέχεια είχα κάποιο φόβο, αλλά τελικά ηρεμούσα και συνέχιζα τη μέρα μου σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Όταν τύχαινε να ακούσω στην τηλεόραση κάτι για τα πτώματα που βρέθηκαν, το άκουγα σαν μια είδηση που δεν με αφορούσε.
Πολλές φορές στο πρόσωπο της γυναίκας που στραγγάλιζα έβλεπα τη μάνα μου. Τη μάνα μου την αγαπούσα, όμως ποτέ δεν της συγχώρεσα που δούλευε σε ύποπτα μπαρ και σε δουλειές που δεν ήταν ηθικές. Όταν την είχα δει να κάνει έρωτα με έναν άντρα, μου ήρθε να την πνίξω.”

Η δίκη του άρχισε στις 15 Ιανουαρίου του 1997 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών και κάποιες από τις γυναίκες που είχαν πέσει θύματά του, αλλά επιβίωσαν, περιέγραψαν ξανά τα φρικτά σκηνικά που έζησαν στα χέρια του.

Εκεί βρισκόταν και η μητέρα του, Φωτεινή, η οποία κατέθεσε και τις δικές της μαρτυρίες σχετικά με την ασχήμια που ζούσαν με τον πατέρα του και βρισκόταν κάθε μέρα στις δικαστικές αίθουσες δίπλα στο γιο της προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει αυτά που είχαν συμβεί. Επιβεβαίωσε και εκείνη ότι από τότε που ήταν πολύ μικρά τα παιδιά, ο τύπος φερόταν άσχημα σε εκείνα και τη μητέρα τους, τους έβριζε και τους χτυπούσε με κάθε ευκαιρία. Έλεγε όμως ότι δεν είχε παρατηρήσει ποτέ κάτι περίεργο στο παιδί της.

Ζητούσε από τους δημοσιογράφους να δείξουν ανθρωπιά και ήταν εμφανώς καταβεβλημένη, ώσπου κάποια στιγμή υπέστη ένα ελαφρύ εγκεφαλικό επεισόδιο από την έντονη συναισθηματική φόρτιση και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο.

Και ο Αντώνης Δαγκλής, πριν αρχίσει η δίκη, είχε αυτοτραυματιστεί στο αριστερό του πόδι και χρειάστηκε να μείνει για μια ημέρα στο νοσοκομείο κάνοντας 122 ράμματα. Καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης του καθόταν ανέκφραστος, ανεπηρέαστος από το δράμα που ζούσαν οι υπόλοιποι γύρω του.

Οι ψυχίατροι Χρήστος Βούρδας και Νίκος Παπαναστασίου υποστήριζαν ότι από την εξέταση που είχαν κάνει στον Δαγκλή δεν είχε διαπιστωθεί ότι έπασχε από κάποια ψυχοπνευματική νόσο και ότι η εγκληματική του συμπεριφορά ήταν συνέπεια σεξουαλικής διαστροφής. Δεν θα μπορούσε λοιπόν να έχει το ακαταλόγιστο ένας άνθρωπος που έδρασε με τόση βαρβαρότητα, πώρωση συνείδησης και ηθική αναλγησία.

Ο Δαγκλής προσπάθησε να αναιρέσει όσα είχε ομολογήσει λέγοντας ότι δεν θυμάται τι είχε κάνει και ότι ευθύνεται μόνο για έναν από τους φόνους. Είπε μάλιστα ότι αυτά που είχε ομολογήσει τα είχε ακούσει από τα δελτία ειδήσεων και ότι όταν τους τα είπε βρισκόταν υπό την επήρεια ισχυρών ψυχοφαρμάκων που του είχαν δώσει.

Οι ισχυρισμοί του δεν κατάφεραν να πείσουν το δικαστήριο και στις 23 Ιανουαρίου του 1997 κρίθηκε οριστικά ένοχος χωρίς κανένα ελαφρυντικό.

Καταδικάστηκε 13 φορές σε ισόβια και πρόσκαιρη κάθειρξη 25 ετών για 3 δολοφονίες, 6 απόπειρες ανθρωποκτονίας, 10 ληστείες, παράνομη οπλοφορία και προσβολή μνήμης τεθνεώτος. 

Αυτή ήταν και η μεγαλύτερη ποινή που είχε επιβληθεί στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες.

Στο κελί 33

Ο Δαγκλής κλείστηκε στο κελί 33 στις φυλακές Κορυδαλλού και από την αρχή η συμπεριφορά του ήταν ιδιαίτερα περίεργη. Έκανε κάποιες απόπειρες αυτοκτονίας, όμως οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι είχαν προλάβει να τον σταματήσουν.

Τελικά, στις 2 Αυγούστου του 1997 ο φύλακας που έκανε έλεγχο στα κελιά τα ξημερώματα, βρήκε τον Αντώνη Δαγκλή νεκρό. Ο “Αντεροβγάλτης των Αθηνών” είχε κρεμαστεί με ένα σεντόνι από τα σίδερα του κελιού του δίνοντας μόνος του ένα τέλος στην ταραγμένη του ύπαρξη.

Στον ίδιο θάλαμο βρέθηκε κρεμασμένος και ο 28χρονος Γιώργος Μακρίδης. Θεωρήθηκε ότι μάλλον είχαν αποφασίσει και σχεδιάσει από κοινού να αυτοκτονήσουν βοηθώντας πιθανόν ο ένας τον άλλο.

_________________________________

Κάπως έτσι, τελείωσε η τραγική ιστορία του Αντώνη Δαγκλή, του “δολοφόνου με το πριόνι”, που έζησε μια δυστυχισμένη και ανήσυχη ζωή και συγκλόνισε με τα φρικτά του εγκλήματα τα ελληνικά δεδομένα.

ΠΗΓΗ