H κυβέρνηση, και προσωπικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης, βλέπουν τον πόλεμο στην Ουκρανία ως πολιτική ευκαιρία. Εξ ου και η διαχείριση της – μείζονος – γεωπολιτικής κρίσης έχει εξ αρχής κυρίως επικοινωνιακά και πολύ λιγότερο στρατηγικά χαρακτηριστικά.

Το αφήγημα του Μαξίμου είναι πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ο ηγέτης που βγαίνει μπροστά στο φιλοδυτικό μέτωπο, κάνει σημαία το καραμανλικό δόγμα «Ανήκομεν εις την Δύσιν», και το ορίζει ως νέα διαχωριστική γραμμή δίνοντάς του αξιακό περιεχόμενο – το ταυτίζει με τον «ελεύθερο κόσμο», το διεθνές δίκαιο και τις δημοκρατικές ελευθερίες.

Πάνω σ’ αυτή την διαχωριστική γραμμή το πρωθυπουργικό επιτελείο πατάει για να καλύψει απώλειες τόσο στα δεξιά της ΝΔ όσο και στο κέντρο, να υπερβεί την δημοσκοπική φθορά της κυβέρνησης και να πιέσει τον ΣΥΡΙΖΑ.

Ο Μητσοτάκης ως ο «καταλληλότερος» διαχειριστής εθνικής και παγκόσμιας κρίσης προβάλλεται ως το αντίδοτο στον Μητσοτάκη που απέτυχε να διαχειριστεί τις μεγάλες κρίσεις της καθημερινότητας: τις κρίσεις της πανδημίας, της πολιτικής προστασίας και της ακρίβειας.

Η αντιστάθμιση δεν είναι εύκολη, από την στιγμή μάλιστα που ο πόλεμος στην Ουκρανία γίνεται ο πολλαπλασιαστής της ήδη βαθιάς ενεργειακής κρίσης, διογκώνει το κύμα ακρίβειας και διαβρώνει τις κοινωνικές αντοχές.

Γι αυτό ο σχεδιασμός του Μαξίμου εντάσσει το βαρύ οικονομικό κόστος στο τίμημα του μεγάλου κάδρου και του μεγάλου στόχου – της μάχης υπέρ της δυτικής δημοκρατίας και της ελευθερίας. Για τον ίδιο λόγο η κυβέρνηση δίνει πολωτικά χαρακτηριστικά και στον δημόσιο διάλογο και τους προβληματισμούς για το εάν, και σε ποιο βαθμό, η Ελλάδα πρέπει να εμπλακεί στο στρατιωτικό σκέλος της σύγκρουσης.

Η  κυβερνητική γραμμή είναι απόλυτη και δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης – όλοι οφείλουν να διαλέξουν ενεργά στρατόπεδο και όσοι δεν το κάνουν είναι υποστηρικτές του πολέμου του Πούτιν. Στο πλαίσιο αυτό αποφασίστηκε με συνοπτικές διαδικασίες η αποστολή στρατιωτικού υλικού στην Ουκρανία.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν από τους πρώτους ευρωπαίους πολιτικούς που επικρότησε την αίτηση ένταξης της Ουκρανίας στην Ε.Ε., και η κυβέρνηση έκλεισε για έναν μήνα τον εναέριο χώρο του Εβρου κατόπιν αμερικανικού αιτήματος – όπως έγραψε το «Πρώτο Θέμα» – και προκειμένου να μην παρακολουθούνται οι δραστηριότητες των ΗΠΑ στην βάση της Αλεξανδρούπολης.

Η επιλογή αυτή εμπεριέχει όχι μόνον γεωπολιτικά, αλλά και πολιτικά ρίσκα και φέρνει παράπλευρες εντάσεις και τριβές και εντός της ΝΔ.

Ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών επιβεβαίωσε πως η απόφαση να αποσταλεί στρατιωτικό υλικό ήταν επιλογή της κυβέρνησης και όχι αδιαπραγμάτευτη επιταγή της Ε.Ε., ο Νίκος Δένδιας παραμένει απών από τον κεντρικό χειρισμό της κρίσης παρ’ ότι ο κυβερνητικός εκπρόσωπος διέψευσε τα δημοσιεύματα για κρίση στις σχέσεις του με το Μαξίμου, και στο καραμανλικό μπλοκ της ΝΔ υπάρχει ανησυχία και έντονος προβληματισμός για την επόμενη ημέρα.

Το δε ερώτημα που τίθεται είναι με ποιες εγγυήσεις ασφαλείας και με ποια διπλωματικά ανταλλάγματα η Αθήνα σπεύδει να μπει στην πρώτη γραμμή του σκληρού μετώπου κατά της Ρωσίας, όπως και γιατί – μέσω αυτής της στάσης – αποποιείται εξ αρχής την δυνατότητα να έχει διαμεσολαβητικό ρόλο στην προσπάθεια για την ειρήνη είτε τώρα, είτε στις διαπραγματεύσεις της επόμενης μέρας.

Η απήχηση της κυβερνητικής στάσης θα μετρηθεί στις επόμενες δημοσκοπήσεις, οι οποίες πάντως –κρυφές και φανερές – δείχνουν προσώρας συντριπτική μεν αλληλεγγύη της κοινής γνώμης προς την Ουκρανία, αλλά και μεγάλη ανησυχία για τις επιπτώσεις του πολέμου καθώς και απροθυμία για εμπλοκή της χώρας σε στρατιωτικές και ψυχροπολεμικές περιπέτειες.

Εως ότου γίνει αυτό το πολιτικό ταμείο ωστόσο, έχει ενδιαφέρον πως στα κυβερνητικά γραφεία έχει αναζωπυρωθεί και η συζήτηση για τις εκλογές. Και σ’ αυτή την συζήτηση ακούγεται έντονα η άποψη ότι ένας πόλεμος στην Ευρώπη μπορεί να αλλάξει όλα τα δεδομένα, ακόμη και την δέσμευση του πρωθυπουργού ότι δεν θα πάει σε πρόωρες κάλπες και θα εξαντλήσει την τετραετία.

ΠΗΓΗ